Δεν έχω ούτε ένα γνωστό που να μου είπε ότι στεναχωρήθηκε για τον τρόπο που έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Τράγκας – και πιστέψτε με ξέρω πάρα πολύ κόσμο. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην αναφορά της είδησης, κάποιοι απλά κούνησαν το κεφάλι, όχι απορημένοι, αλλά δείχνοντας ότι την περίμεναν. Ο κορωνοϊός δεν είναι αστείο και όλοι οι γνωστοί μου έχουν καταλάβει πόσο επικίνδυνος είναι – η βουβή χειρονομία στη συγκεκριμένη περίπτωση μαρτυρούσε πως ο ανεμβολίαστος και με χρόνιες παθήσεις (όπως είναι ο ζαχαροδιαβήτης) Τράγκας έπαθε ό,τι έπαθε γιατί πήγαινε γυρεύοντας. Αλλοι υπήρξαν ακόμα πιο σκληροί και είπαν τα χειρότερα – όσα δεν έλεγαν για αυτόν όσο ήταν εν ζωή. Αλλά αρκετοί πρέπει να πω ότι ήταν απλά κομμάτι αμήχανοι. Σαν αυτό που συνέβη να τους ήταν εντελώς ακατάληπτο: ο θάνατος του Τράγκα μοιάζει να τους δημιούργησε την ίδια αμηχανία που τους δημιουργούσαν συχνά και τα σχόλια, οι παρεμβάσεις του, οι πολιτικές του τοποθετήσεις, το σόου του. Που είχε πολλούς φανατικούς που το παρακολουθούσαν κι άλλους τόσους που αναρωτιόντουσαν για το πώς είναι δυνατόν κάποιος να λέει τέτοια πράγματα και κάποιοι, πάρα πολλοί μάλιστα, να τον ακούνε.
Ομολογώ ότι κι εγώ όταν αποφάσισα να γράψω κάτι το σκέφτηκα πολύ – ένοιωσα κι εγώ να πηγαίνω λίγο γυρεύοντας. Κάτι μέσα μου μου έλεγε να το προσπεράσω, αλλά από την άλλη και η αμηχανία (την οποία και νιώθω) είναι κι αυτή έκφραση. Και θα ήταν άδικο να μην αφιερώσω ένα σημείωμα σε αυτόν που για χρόνια μονοπώλησε στο ραδιόφωνο πρωτιές και που πολύ συχνά υπήρξε θέμα συζήτησης – όχι πάντα για καλό δυστυχώς.
Ο Τράγκας δεν ήταν σίγουρα τυχαίος. Από την αρχή της καριέρας του έδειξε ότι κατέχει την Τέχνη του να μην περνά απαρατήρητος – οι προκλήσεις ήταν πάντα το φόρτε του. Η επιτυχία του, η οποία υπήρξε αδιαμφησβήτητη, αν αναλυθεί σοβαρά μπορεί να μας δώσει μια εικόνα της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία τριάντα χρόνια: όχι όλη την εικόνα, αλλά σίγουρα την εικόνα ενός κομματιού της που συχνά κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Ο Τράγκας διαμόρφωσε θέσεις - αν τον άκουγες καθημερινά και δεν είχες την ικανότητα να τον φιλτράρεις ή να τον αποδομήσεις, μπορούσες πραγματικά να βάλεις τέλος στη ζωή σου στο Σύνταγμα, όπως είχε κάνει εκείνος ο φουκαράς πριν χρόνια αφήνοντας το σχετικό σημείωμα με το οποίο εξηγούσε πως ο ραδιοφωνικός παραγωγός του άνοιξε τη μάτια. Από την άλλη πολλές από τις θέσεις που ο Τράγκας πρόβαλε είναι απολύτως ριζωμένες σε ένα κομμάτι του κόσμου, του οποίου ο Τράγκας θέλησε να είναι εκφραστής του. Πολλοί – κι εγώ μαζί – αυτές τις θέσεις τις έβρισκαν πάντα εξωφρενικές: οι εκπομπές του ήταν ένα κοκτέιλ λαϊκίστικης ρητορικής και συνωμοσιολογίας, που το σέρβιρε καθημερινά συνοδεύοντας το με επιθέσεις σε συγκεκριμένους πολιτικούς, Η δε τεχνική του βασιζόταν συνήθως στην διαμόρφωση ερωτηματικών που οδηγούσαν σχεδόν πάντα στο συμπέρασμα πως υπάρχει σαπίλα και διαφθορά, πράγματα δηλαδή που προκαλούν μια δίκαιη αγανάκτηση – πρώτα από όλα τη δική του αγανάκτηση. Ολο αυτό ήταν στοχευμένο σε ένα κόσμο που ένιωθε και νιώθει αποκλεισμένος από τα «συστημικά ΜΜΕ» - ο Τράγκας χρησιμοποιούσε τον όρο λες κι ο ίδιος έκανε εκπομπές από πειρατικό σταθμό που είχε στήσει κάπου και τον έψαχναν οι «δυνάμεις της εξουσίας» (κι αυτό δική του καθημερινή έκφραση) με τα ραδιογωνιόμετρα – στην πραγματικότητα τα ΜΜΕ που δούλεψε ήταν πάντα μεγάλα κι ο ίδιος ακριβοπληρώθηκε για τις ακροαματικότητές του.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι το κοινό του ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν του ζητούσε εξηγήσεις για τις αντιφάσεις του: έβλεπε σε αυτόν ένα εκφραστή του – τον άνθρωπο που τολμά να λέει, όσα οι άλλοι δεν λένε κι ας φιγουράριζε το όνομα του σε λίστες μεγαλοκαταθετών στην Ελβετία. Η σχέση αυτή με το κοινό υπήρξε με τα χρόνια ανατροφοδοτούμενη: ο Τράγκας απευθυνόταν αποκλειστικά στο κοινό του και το κοινό του ήξερε τι να περιμένει από αυτόν. Οι εμμονές του Τράγκα (οι ατελείωτες επιθέσεις στην οικογένεια Μητσοτάκη πχ) ήταν σαν μέρος του προγράμματος τραγουδιστή σε πίστα: γνωστές, αναμενόμενες, σχεδόν σουξεδιάρικες και πάντα προβλεπόμενες. Ελάχιστα είχαν να κάνουν από ένα σημείο κι έπειτα με την οικογένεια: αφορούσαν απλά ένα κοινό που τις περίμενε και που προσδοκούσε να είναι κάθε φορά ακόμα περισσότερο εξωφρενικές. Ολο αυτό ο Τράγκας το επαναλάμβανε ως τακτική και πρακτική με οτιδήποτε καταπιανόταν: από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπήρχε κανένα όριο. Είτε το θέμα ήταν οι εκπομπές του Σκάι για το 1821, είτε το μνημόνιο, είτε ο εμβολιασμός το καλούπι της παρουσίασης ήταν πάντα το ίδιο: η επίκριση στο όνομα κάποιου λαού. Απροσδιόριστου, ακατάληπτου, αλλά υπαρκτού. Την τρέλα του οποίου ο Τράγκας έπαιζε στα δάχτυλα.
Ο Τράγκας ξεκίνησε από τη στήλη το Κεντρί – στήλη της παλιάς Βραδινής, τουλάχιστον έτσι θυμάμαι. Εγινε πρώτη φορά θέμα συζήτησης για τις επιθέσεις στο Μάνο Χατζηδάκι πολύ πριν αυτός γίνει στόχος της Αυριανής. Απογειώθηκε μετά τον ερχομό της ελεύθερης ραδιοφωνίας με το περίφημο πρωϊνό «Εν Αθήναις». Εγινε εκδότης, τηλεοπτικός σχολιαστής, παραγωγός εκπομπών, εκλεκτός συνομιλητής πολιτικών και επιχειρηματιών. Πάντα είχα την εντύπωση πως ό,τι κατάφερε το κατάφερε γιατί κατάλαβε κάτι απλό: πως υπάρχει ένας κόσμος που η δημοσιογραφία της Κεντροαριστεράς δεν θέλει να έχει παρτίδες μαζί του και που αναζητά τους ήρωές του. Ο Τράγκας είχε όλα τα προσόντα για να γίνει ήρωας αυτού του κόσμου: μιλούσε τη γλώσσα του, ήταν επιθετικός, μπορούσε να πείθει πως κάθε αποκάλυψη που αφορούσε τον ίδιο (όπως η κρατική διαφήμιση στην εφημερίδα Χώρα πχ) ήταν απόδειξη πως το σύστημα του κάνει πόλεμο. Ακριβώς επειδή αυτή η προσέγγιση υπήρξε τρομερά αποδοτική (σε επίπεδο αποδοχής αλλά και εμπορικότητας) ο Τράγκας ήταν συγχρόνως ο εκλεκτός όσων ΜΜΕ κατέχουν και την ίδια στιγμή ένα είδος παραδείγματος προς αποφυγή από όσους κατανοούσαν τα γιατί της επιτυχίας του: στους δεύτερους μπαίνει σχεδόν το σύνολο του δημοσιογραφικού μας κόσμου που προτιμάει λιγάκι να κουνάει το δάχτυλο από το να κάνει τη δουλειά της ντουντούκας.
Αυτοί τον έκραξαν και μετά θάνατο, θυμίζοντας πως δεν ισχύει το «ο νεκρός δεδικαίωται» - το βρήκα λογικό, αφού ήταν πάντα απέναντί του. Ομολογώ πως πιο πολύ μου έκανε εντύπωση ότι προσπέρασαν την είδηση του θανάτου του – και τι θανάτου (!)- όσοι όταν ήταν στις δόξες του του έδιναν βήμα, εξυμνώντας το σθένος του, φυσικά και την εμπορική του αποδοτικότητα: ο Τράγκας μπορούσε να διαφημίζει χάπια για το ζαχαροδιαβήτη και να νομίζεις ότι είναι καραμελίτσες ενώ παράλληλα έλεγε ιστορίες για την Αννα Μαρία Ντολόρες που όταν ήταν νεαρός συντάκτης τον ερωτεύτηκε σε μια αποστολή του στην Κούβα – αδύνατον να καταλάβεις τι από όλα αυτά ήταν αλήθεια.
Δεν χρειάζεται να κλάψουμε για το Γιώργο Τράγκα – οι πιο πολλοί θα ήμασταν μάλλον υποκριτές αν το κάναμε. Αλλά ας μην κάνουμε και ό,τι δεν υπήρξε ή ότι ήταν ένα είδος περιθωριακού εκφραστή ακραίων απόψεων που στο τέλος τις πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του: οι απόψεις ήταν όντως απερίγραπτες και συχνά εξωφρενικές, ο ίδιος όμως δεν ήταν ποτέ περιθώριο – και ίσως αυτό τώρα που έφυγε θα πρεπε να μας προβληματίσει κομμάτι. Από την άλλη θέλω να πω πως κανείς δεν αξίζει ένα τέτοιο θάνατο – να φύγει δηλαδή μόνος, έχοντας δίπλα του όχι ανθρώπους του, αλλά απλά νοσηλευτές με στολές. Θα ήταν εύκολο να πω πως οι φανατικοί του θα πρεπε να ανοίξουν τα μάτια τους με ό,τι έπαθε ο πιο αγαπημένος τους διακινητής των δικών τους απόψεων και να αναθεωρήσουν πηγαίνοντας να εμβολιαστούν. Αλλά δεν το λέω γιατί δεν έχει νόημα: κάποιοι μπορεί να γίνουν και φανατικότεροι στο όνομα του Τράγκα. Που ήθελε στο τέλος της ζωής του να κάνει και κίνημα για να αλλάξει την Ελλάδα. Ενώ αν άλλαζε μυαλά και αποκτούσε λίγη έστω επαφή με την πραγματικότητα θα ζούσε ακόμα…