Ολη την εβδομάδα διάβαζα πολλά και διάφορα για τις πλημμύρες. Με πολλά στεναχωρήθηκα και με πολλά γέλασα πικρά: γέλασα πικρά κυρίως με όσα έγραψαν άνθρωποι που δεν έχουν ζήσει τέτοιου είδους θεομηνία ή που πιστεύουν πως οι βροχές που έφερε ο Daniel είναι σαν αυτές που πέφτουν στην Αθήνα που αρκεί να ψιχαλίσει για να χαλάσουν τα φανάρια. Από την άλλη δεν κρύβω ότι προβληματίστηκα πολύ με όσα έγραψαν όσοι ξέρουν τι θα πει κατακλυσμός. Ο τρόμος πολλών με κάνει να πιστεύω πως αυτό που οι άνθρωποι έζησαν αυτή τη φορά πρέπει να ήταν κάτι συνταρακτικό. Ακραίο.
Είμαι πολύ περήφανος
Την περασμένη Τρίτη το πρωί άκουσα για πρώτη φορά τη μάνα μου να κλαίει για το χωριό, λέγοντας ότι θα καταστραφούν τα πάντα, αν δεν σταματήσει να βρέχει. Ηταν εκεί. Ταράχτηκα γιατί η κύρα Τούλα έχει ζήσει στην Ζαγορά τα πάντα – καμία πλημύρα ποτέ δεν την τρόμαξε. Μετά είδα τα δεδομένα, το πανευρωπαϊκό ρεκόρ, τους χίλιους τόνους νερό ανά στρέμμα που έπεσαν στο Πήλιο σε τέσσερις μέρες: μέχρι και θέμα στην Le Monde γίναμε. Αν το νερό αυτό είχε πέσει στην Αθήνα στο ίδιο διάστημα θα μετρούσαμε θύματα και θα βλέπαμε καταστροφές που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Το Πήλιο όμως άντεξε. Για την ακρίβεια άντεξαν οι άνθρωποι και καταρρεύσαν οι υποδομές. Και δεν είναι παράξενο. Οι άνθρωποι εκεί αγαπάνε τον τόπο τους, ξέρουν να ζουν την θεομηνία με μια σπάνια ψυχραιμία - τα έχουν δει όλα. Είμαι πολύ περήφανος για τους συντοπίτες μου: ζήσαν και ζουν τα πάντα με μια σπάνια αξιοπρέπεια – είναι κάτι σαν «οι πρώτοι Ελληνες της κλιματικής αλλαγής», ζουν δηλαδή την επόμενη μέρα ξεπερνώντας ακόμα και τον τρόμο. Αλλά και με την επίγνωση πως αν δεν υπάρξει σοβαρή μέριμνα θα υπάρξει ερημοποίηση. Όχι αύριο, αλλά σε χρόνο ρεκόρ.
Δεν είναι καλοκαιρινό φολκλόρ
Οση κι αν είναι η ομορφιά ενός τόπου δεν είναι δυνατόν να ζουν σε αυτόν άνθρωποι ξεχασμένοι – χωρίς, χρόνια τώρα, να έχουν το ελάχιστο μιας κάποιας σοβαρής κρατικής μέριμνας.
Όπως σας είπα διάβασα πολλές ψύχραιμες παρατηρήσεις κι αυτές κυρίως με προβλημάτισαν: άλλες ήταν σωστές, άλλες βασίζονται απλά σε εντυπώσεις. Πρώτα από όλα δεν είναι όλα τα χωριά του Πηλίου ίδια. Το Πήλιο δεν είναι αυτό που λέμε «αποκλειστικά τουριστικός προορισμός» - κι όποιος το βλέπει έτσι και νομίζει πως υπάρχει πολύς χρόνος για να αποκατασταθούν οι ζημιές γιατί το επόμενο καλοκαίρι αργεί, το βλέπει λάθος. Οι δρόμοι του και οι προσβάσεις σε χωριά και παραλίες δεν υπάρχουν για να εξυπηρετούν ένα καλοκαιρινό φολκλόρ – να κάνουν δηλαδή τον περαστικό να αισθάνεται πως ταλαιπωρείται γνωρίζοντας μια υπέροχη φύση: υπάρχουν γιατί έχει μόνιμους κατοίκους που έχουν κτήματα και σπίτια. Επειδή είναι τεράστιο το βουνό μας προσφέρει και τέτοιες απολαύσεις, αλλά αυτά ελάχιστα έχουν να κάνουν με την κοινωνική ζωή του. Το Πήλιο δεν είναι ένα ωραίο μέρος που κάποιοι διάσημοι αγόρασαν σπίτια – υπάρχουν κι αυτοί και πολύ καλά έκαναν και τους αγαπάμε, αλλά ο τόπος δεν χρωστά στο real estate την ύπαρξή του. Το Πήλιο έχει τοπική οικονομία, καλλιέργειες, παραγωγή. Αυτά κρατάνε εκεί τον κόσμο του. Όχι οι 35 μέρες μιας τουριστικής σεζόν, ούτε το γεγονός ότι έχουν σπίτια εκτός από Ελληνες καλλιτέχνες και Γερμανοί και Γάλλοι και Ισραηλινοί και άλλοι πολλοί που μπορεί να ψάχνουν για επιστάτες.
Ζωντανή τοπική οικονομία
Αυτές τις μέρες η Ζαγορά θα μάζευε τα μήλα της. Αν δεν δείτε αυτή τη διαδικασία είναι δύσκολο να καταλάβετε τι σημαίνει ζωντανή τοπική οικονομία. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι κινητοποιούνται με συντονισμό που θυμίζει στρατιωτική άσκηση διαρκείας. Όλα γίνονται με ακρίβεια, προσοχή, συνεργασία – ο δήμος περνά σε μια άλλη διάσταση γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό: ο υπόλοιπος κόσμος κινείται παράλληλα. Παρά τους χίλιους τόνους νερό που έπεσαν σε τρεις μέρες, μέρος της παραγωγής άντεξε – δεν θα το πίστευα και να το έβλεπα, αλλά σε αυτό το βουνό των θαυμάτων όλα τελικά γίνονται. Κι όμως με κατεστραμμένους δρόμους μοιάζει απίθανο να υπάρξει συγκομιδή. Κι αν υπάρξει δεν ξέρω πως μπορεί να υπάρξει εμπορία. Από ποιους δρόμους θα περάσουν τα φορτηγά; Πως θα μεταφερθεί το βιός των ανθρώπων; Πως θα καταφέρουν οι άνθρωποι αυτοί να ανταποκριθούν σε μια συνθήκη απόλυτης διάλυσης σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και της ίδιας της μορφολογίας του εδάφους; Αντεξαν χίλους τόνους νερό, για να καταστραφούν με λιακάδες;
Μπαλώματα και πασαλείμματα
Η ευθύνη του κράτους δεν έχει να κάνει μόνο με το «τώρα», όπως πολλοί νομίζουν. Ένα κράτος δεν μπορεί να περιορίζεται στην διαχείριση των κρίσεων όσο μεγάλες κι αν είναι αυτές. Η ευθύνη του είναι μεγάλη και για το «πριν» και για το «μετά». Το 1987 έγινε η πρώτη μεταπολεμική μεγάλη πλημύρα στο Πήλιο. Και τότε η βροχόπτωση χτύπησε ρεκόρ – στο Αστεροσκοπείο έχει καταγραφεί το περίφημο «φαινόμενο της Ζαγοράς», αφορά το σύνολο της παρουσίας φυσικών φαινομένων που μπορεί να οδηγήσουν σε κατακλυσμό. Τότε είχε γίνει χαμός μόνο εκεί όμως. Δεν είχε πλημμυρήσει ο κάμπος, δεν είχε μείνει χωρίς νερό ο Βόλος, δεν είχε τρομάξει η Ελλάδα: η θεομηνία ήταν ένα μονόστιλο και ένα ρεπορτάζ. Το οδικό δίκτυο στο βουνό σχεδόν διαλύθηκε κι από τότε δεν έγινε σχεδόν τίποτα για να λυθεί ένα πρόβλημα, που δεν αφορά όσους οδηγούν σε δύσβατους δρόμους καλοκαιριάτικα, αλλά ανθρώπους που ζουν εκεί και δουλεύουν παράγοντας. Από τότε στο δίκτυο γίνονται μόνο «μπαλώματα» - «πασαλείμματα», όπως λένε πολύ ωραία οι ντόπιοι. Δυστυχώς εγκαταλείφθηκε, αφού ένας Θεός ξέρει πόσο στοίχισε, μια νέα διάνοιξη που θα μείωνε την απόσταση από το Βόλο αρκετά. Τα πασαλείμματα αυτά που ονομάζουμε έργα έκαναν απλά το δρόμο ακόμα χειρότερο – σημεία που ψιλοδιορθώθηκαν τα διαδέχονται σημεία που είναι στον αέρα, που καταλάβαινες πως με την πρώτη βροχή θα φύγουν. Πως είναι δυνατόν να μην αξιολογείται ως προβλήματα ένα τέτοιο δίκτυο – ο Θεός να την κάνει - συγκοινωνίας δεν το ξέρω. Υποθέτω πως συμβαίνει κάτι απλό: οι υπεύθυνοι, κι εννοώ την κεντρική εξουσία και τους περιφερειάρχες, αντιμετωπίζουν το Πήλιο με τον τρόπο που το βλέπει ο Γερμανός τουρίστας. Πιστεύουν ότι η προβληματικότητα των υποδομών του είναι αρμονική με το φυσικό τοπίο. Θέλουν οι δρόμοι να είναι «φλούδες» έτοιμες να διαλυθούν στις πρώτες δυνατές βροχές – λες κι όλο αυτό προσθέτει κάτι στην ομορφιά του βουνού: ο άνθρωπος το κατακτά, για να το κάνει εξοχικά για πλούσιους, κι αυτό επιστρέφει για να δείξει την επικινδυνότητα του – σόρυ αλλά όλα αυτά είναι μπούρδες.
Ένα καταπράσινο ερημότοπο
Μακριά από μένα οι λαϊκίστικες προσεγγίσεις του τύπου «ή καιγόμαστε ή πνιγόμαστε»: η ζωή δεν είναι χάσταγκ στο τουίτερ και οι θεομηνίες δεν αντιμετωπίζονται με επιδείξεις οργής, γιατί όταν η οργή ξεθυμαίνει δεν μένει τίποτα. Σχέδιο χρειάζεται για να σωθούν όχι εννιά – δέκα χωριά, αλλά ένας πολιτισμός αιώνων. Δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε στον κάμπο, αν δηλαδή χαθήκαν χρήματα που θα δάμαζαν τον Πηνειό και τα άλλα ποτάμια. Ξέρω τι γίνεται στο Πήλιο. Δεν έχει καεί τίποτα εδώ και δεκαετίες: η βροχή δεν κατέβηκε γιατί βρήκε ξεραϊλα – ίσα ίσα. Μετά το 1987 κανείς δεν μπάζωσε ρέματα για να χτίσει ξενοδοχεία. Η σχέση των ανθρώπων με τη φύση είναι σχεδόν ιδανική. Σίγουρα το φαινόμενο Daniel ήταν ακραίο. Αλλά υπάρχει το «τώρα», το «πριν» και το «μετά». Το «τώρα» λέει πως οι άνθρωποι μόνοι τους δεν θα αντέξουν ένα χειμώνα χωρίς δρόμους, με το ρεύμα να πέφτει συνεχώς και την επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο περίπου αδύνατη: η περιοχή χρειάζεται ειδική επιστασία μέχρι να επουλωθούν οι απερίγραπτες πληγές. Το «πριν» λέει πως το βουνό μας το είχαν παρατήσει στην μοίρα του – οι ψήφοι μας είναι πάντα λίγες γαμώτο κι έτσι το 2023 βρεθήκαμε με ένα οδικό δύκτιο του 1960 που λογικά δυαλύθηκε. Οσο για το «μετά», πραγματικά τρομάζω. Αν δεν ασχοληθούν με τον τόπο όσοι πρέπει έχοντας στο μυαλό τους ότι εκεί ζουν άνθρωποι που παράγουν, δημιουργούν και δουλεύουν, θα έρχονται σε λίγο τουρίστες για να δουν που έγινε το πανευρωπαϊκό ρεκόρ πτώσης βροχής. Και για να βγάλουν φωτογραφίες ένα πανέμορφο καταπράσινο ερημότοπο….