Ζωγραφίζοντας με την φωνή

Ζωγραφίζοντας με την φωνή


Ηρθε με το Νέο Κύμα και ήταν λογικό να φύγει με ένα κύμα αυγουστιάτικο η Αρλέτα. Οι φίλοι της είπαν ότι κομμάτι βιάστηκε, καλά καλά δεν ήταν ούτε 72 χρονών. Από την άλλη είναι αλήθεια ότι ταλαιπωρήθηκε λιγάκι τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν για μια δεκαετία είχε προβλήματα υγείας με τα οποία πάλεψε, ακριβώς όπως έζησε και την ζωή της, δηλαδή με μεγάλη αξιοπρέπεια. Την είδηση της φυγής της ακολούθησαν χιλιάδες αναρτήσεις εξαιρετικά συγκινητικές – νόμιζες ότι ο κόσμος θέλησε ξαφνικά και καθυστερημένα να της εκφράσει την αγάπη του ή τον σεβασμό του, πάντα τα μπερδεύω αυτά και καμιά φορά, όταν μιλάμε για καλλιτέχνες, δεν ξέρω και τι από τα δυο είναι καλύτερο. Όπως και να χει η φυγή της Αργυρώς Νικολέτας Τσάπρα, όπως ήταν το όνομά της, σημάδεψε την πρώτη μετά την αυγουστιάτικη πανσέληνο βραδιά του Αυγούστου του 2017: η Αρλέτα έφυγε με το φως του φεγγαριού πάνω της και είναι όμορφο και παράδοξο συγχρόνως αυτό. Ομορφο γιατί η λάμψη της άξιζε. Παράδοξο γιατί τα μεγάλα φώτα πάντα έμοιαζε να τα αποφεύγει.

Χωρίς στρατιές φανατικών

Στις αναρτήσεις των ανθρώπων που θέλησαν αυθόρμητα να της που ένα αντίο ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί την Αρλέτα την αγάπησαν όλοι πολύ. Δεν είπε πολλά τραγούδια και οι προσωπικοί της δίσκοι είναι μετρημένοι. Δεν έκανε γιγάντια σουξέ. Δεν ξεσήκωσε τον κόσμο στα μαγαζιά και στις συναυλίες. Δεν είχε μια φωνή που σε καθήλωνε με την επιβλητικότητα της. Δεν ήταν ποτέ πρώτο όνομα με στρατιές φανατικών, που άκουγαν αυτή και μόνο. Η ίδια η καριέρα της ήταν μια σειρά από μικρές ασταμάτητες επιστροφές: για πάνω από είκοσι χρόνια εμφανιζόταν κάθε τόσο με κάτι μικρό συνήθως και ωραίο, απαραίτητα προσωπικό, σπανίως στοχευμένο για να αρέσει, αλλα αυθεντικό: ό,τι άρεσε, άρεσε γιατί ο κόσμος το ανακάλυπτε και κάμποσα από τα ωραία τραγούδια της ο κόσμος τα ανακάλυψε και λίγο καθυστερημένα. Δεν ήταν τραγούδια για μεγάλους αναστεναγμούς, αλλά ήταν τραγούδια με μια μυστήρια τιμιότητα - τραγούδια που κανείς άλλος πέρα από την ίδια δεν κατάφερε ποτέ να μας πει: όλα απέκτησαν ζωή και αξία κυρίως χάρη στην δική της ερμηνεία, αυτό το γοητευτικό μουρμουρητό που τα έκανε να μοιάζουν σαν μικρά γλυκά παραμυθάκια από αυτά που σε γαληνεύουν. Τα τραγούδια της Αρλέτας ήταν η Αρλέτα και για αυτό όλος ο κόσμος ένοιωσε μια τεράστια συγκίνηση χθες στην είδηση της φυγής της: ένοιωσε ότι έχασε ένα άνθρωπο που τον γνωρίζει καλά. Αυτή η βεβαιότητα αρκεί καμιά φορά για να δημιουργήσει μια τεράστια κι αληθινή συγκίνηση.

Ζωγράφισε τραγούδια

Στην ελληνική δισκογραφία η Αρλέτα ήταν κάτι μοναδικό: σε μια χώρα που όλες οι τραγουδίστριες αγωνιούν για να σε πείσουν για την έκταση της φωνής τους, αυτή από την αρχή προσπάθησε το ακριβώς αντίθετο – να σε γαληνέψει. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών και έγινε ζωγράφος και ίσως αυτό ήταν το μυστικό των ιδιαίτερων και προσωπικών της ερμηνειών: πάντα τα τραγούδια της μου θύμιζαν ζωγραφιές. Δεν ήταν επιβλητικά και τεράστια κάδρα, γεμάτα από βαριά χρώματα που ζωντάνευαν θαυμαστά πρόσωπα ή περιστατικά, αλλά προσωπικά ιδιώματα – άλλωστε ζωγραφική δεν σημαίνει ζω και γράφω; Τα τραγούδια της Αρλέτας ήταν γεμάτα εικόνες, που το μουρμουρητό της σκιαγραφούσε, αφήνοντας σε μας το δικαίωμα να διαλέξουμε τα χρώματα. «Τα μικρά παιδιά, που κρατούνε στο χέρι τους τις ελπίδες μας». «Η άγρια ομορφιά του λύκου, που συγκινεί». «Ασε με να στο πω με μια κιθάρα». «Κοίταξες μάταια για το γνώριμο γκαρσόνι». Οι μικρές της αφηγήσεις κολυμπούσαν σε λεπτομέρειες, που σε καλούσε να ανακαλύψεις κι αυτό το παιγνίδι έπρεπε να γίνεται με τους όρους της. Δεν χρειαζόταν φωνές και επιβλητικές ενορχηστρώσεις για να λειτουργήσει: μόνο το δικό της μουρμουρητό και την δική σου διάθεση να την προσέξεις. Κι αν την πρόσεχες, δεν έβγαινες ποτέ χαμένος.

Οι τρεις καριέρες

Η Αρλέτα εμφανίστηκε με το Νέο Κύμα, τραγούδησε τις μελωδίες του Γιάννη Σπανού, του Μάνου Χατζηδάκη του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και τους στίχους του Χουλιαρά, του Λόρκα, του Καββαδία. Είχε την τύχη να πει μοναδικά ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών – το «Μια φορά θυμάμαι μ αγαπούσες», που της εξασφάλισε από την πρώτη κιόλας στιγμή το είδος της καλλιτεχνικής αθανασίας, που ο καθένας που τραγουδάει, λαχταρά. Εκανε μια δεύτερη καριέρα τη δεκαετία του 70, γράφοντας και ερμηνεύοντας η ίδια τα τραγούδια της: πάντα την έβλεπα σαν μια ιταλίδα που βρέθηκε κατά λάθος στην Ελλάδα – αν ήταν στην Ιταλία θα ήταν μεγάλη όσο η Ορνέλα Βανόνι π.χ αλλά αυτά τα μεγαλεία ποτέ δεν τα επεδίωξε. Ηταν πάντα υπέροχα συμπληρωματική και σε έπειθε ότι στα τραγούδια της έδινε ζωή σε σκέψεις και βιώματα. Αυτό πρέπει να οδήγησε την δεκαετία του 80 τον Λάκη Παπαδόπουλο και την Μαριανίνα Κριέζή να της γράψουν το «Τσάι Γιασεμιού», ένα καταπληκτικό δίσκο, που σηματοδότησε την τρίτη μεγάλη της επιστροφή. Από αυτόν τον συναρπαστικά γυναικείο δίσκο ήρθαν στις μέρες και στις νύχτες μας η «Σερενάτα», το «Badida de Coco», ο «Τάκης», το «Τρυφερό σου Ροζ» – τραγούδια γραμμένα για κορίτσια, αλλά που κάθε ματαιόδοξος άντρας ήθελε σε αυτόν να αναφέρονται. Από εδώ προέκυψε κι η απόλυτη γυναικεία ερωτική εξομολόγηση, τα Ησυχα Βράδια, ένα τραγούδι για τυχερές γυναίκες, που είχαν την δύναμη να το ψιθυρίσουν σε κάποιον και τυχερούς άντρες που θυμούνται πάντα τη στιγμή που κάποια τους το αφιέρωσε. Η φωνή της Αρλέτας, σαν γέφυρα, ένωσε χιλιάδες καρδιές.

Η φωνή μιας εικοσάχρονης

Την είχα δει για τελευταία φορά πριν χρόνια, νομίζω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, ένα βράδυ μετά την πρώτη της περιπέτεια υγείας. Ηταν δίπλα της όλοι οι φίλοι της, είχε εμφανιστεί με ένα μπαστούνι κι έκανε και χιούμορ: είχε παρακαλέσει να ξεκινήσει το πρόγραμμα χωρίς να την περιμένουν, γιατί αυτή είχε πλέον μάθει να κινείται αργά. Η φωνή της παρέμεινε η φωνή μιας εικοσάχρονης, που τραγουδούσε απλά γιατί δεν ήξερε καλύτερο τρόπο για να πει σε όλους μας γλυκόπικρα το «μια φορά θυμάμαι μ αγαπούσες». Τώρα σιωπή. Και καλό ταξίδι από κάποια μικρά παιδιά, που σε ένα καφενείο που είχε μόνο νες καφέ (τέρμα το μπρίκι), κάποια ήσυχα βράδια χαρήκαμε αληθινά για την γνωριμία…