Ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν ένας από τους αγαπημένους τραγουδιστές του πατέρα μου και ομολογώ ότι για αυτό τον αντιμετώπισα για χρόνια με δυσπιστία. Δεν έφταιγε ούτε αυτός φυσικά, ούτε ο πατέρας μου, αλλά εγώ και η σχέση μου με τους τραγουδιστές, τους οποίους βλέπω περισσότερο ως καθοδηγητές και συνοδοιπόρους και λιγότερο ως καλλιτέχνες. Στο μυαλό μου ο καλλιτέχνης πλάθει, συνθέτει, δημιουργεί από το τίποτα. Ο τραγουδιστής είναι ερμηνευτής, δίνει φόρμα και ζωή σε δημιουργήματα, αλλά στο μυαλό μου ήταν πάντοτε ένας χαρισματικός μεσάζοντας – αυτός που θα σου ψιθυρίσει, θα σε νουθετήσει, θα εκφράσει έρωτες και πόνους. Ο πατέρας μου, σχεδόν άθελά του μου έμαθε ν αγαπάω τους λαϊκούς τραγουδιστές, χωρίς ποτέ να μου εξηγήσει το γιατί, όμως αντιμετώπιζα πάντοτε τα δικά του ακούσματα με καχυποψία: οι τραγουδιστές του, όπως και η ζωή του, οι φίλοι του και οι επιλογές του ανήκαν σε αυτόν – μπορούσα να τους παρακολουθώ και να τους σέβομαι, όμως όφειλα να βρω τους δικούς μου. Ο Μητροπάνος ήταν του μπαμπά μου για χρόνια – υπήρχε όμως κάτι περίεργο στη σχέση τους: ήταν από τον πατέρα μου πολύ μικρότερος. Ενώ π.χ ο Καζαντζίδης και ο Σερ Μπιθή ή ο Ζαμπέτας κι ο Τσιτσάνης ήταν είδωλα, ο Μητροπάνος ήταν ο εκκολαπτόμενος μικρός, που μπήκε στην παρέα του πατέρα μου σαν να τον βρήκαν ορφανό στο δρόμο. Πως μπορούσε ο σχεδόν σαραντάχρονος πατέρας μου να συγκινείται από τον εικοσιπεντάχρονο Μητροπάνο όταν αυτός τραγουδούσε για τον Αγιο Φεβρουάριο; Και πως στα πενήντα του μπορούσε ν ακούει τα Συναξάρια του Χατζηνάσιου, τα σβησμένα και παλιά; Και γιατί ένα ερωτικό τραγούδι όπως το «κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο» μπορούσε να του αρέσει, όταν δεν το σιγοτραγούδησε στα 25 ή στα 30 του; Ο Μητροπάνος υπήρξε από τα μυστήρια της εφηβείας μου κι ομολογώ ότι την αξία του μου πήρε καιρό για να την διαπιστώσω: έπρεπε να πει με το Λάκη Παπαδόπουλο το «Για να σε εκδικηθώ», το 1988, για να καταλάβω ότι ο τύπος ανήκε σε μια σπάνια κατηγορία τραγουδιστών που καθορίζουν την εποχή τους, υπερβαίνοντας το δυνάστη χρόνο. Ο πατέρας μου άκουγε ένα λαϊκό τραγουδιστή, που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Καζαντζίδη – κάποιον που κουβαλούσε στη φωνή του όλη τη δεκαετία του 60 κι ας ήταν γεννημένος μόλις το 1948. Κι εγώ, δίπλα στο Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ, άκουγα ένα ροκά σαν τον Τομ Γουέιτς που δεν μπορείς να τοποθετήσεις σε καμία δεκαετία γιατί ίσως ανήκει στην επόμενη. Πιο πολύ από το να τον αγαπάω το Μητροπάνο ή να τον θεωρώ «δικό μου» έμαθα να τον σέβομαι. Η φωνή του κι ο τρόπος που προσέγγιζε τα τραγούδια του διακρίνονται από μια παράξενη ελληνικότητα – μη δίνετε στον όρο κάποιου τύπου εθνικιστική προσέγγιση. Ο Μητροπάνος δεν είχε τίποτα το δυτικό, αλλά και τίποτα το ανατολίτικο – δεν υπήρχε στη φωνή του ούτε η ρυθμικότητα της Εσπερίας, ούτε οι ανατολικές περικοκλάδες: η φωνή του έχει μια ακαθόριστη δωρικότητα – είναι αυστηρή όπως αυτή του ψάλτη και συγχρόνως επιθετική, αλλά την ίδια στιγμή γεμάτη από ένα καθάριο τρέμουλο, ένα φαλτσλακι. Δεν είναι μια εύκολη φωνή. Πολλές φορές ο Μητροπάνος μου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν ο τραγουδιστής του τέλους της μέρας, κάποιος που καταθέτει ανακούφιση, καταγγελία, δυσκολία. Άλλες φορές πάλι τον άκουγα σαν ένα ντελάλη της βαριάς νύχτας, που σου ζητάει συμμετοχή στην αποστολή του. Αυτή η εξωστρεφής αντρική φωνή του Μητροπάνου έδεσε με το ζεϊμπέκικο, όσο ίσως καμία άλλη: η στιγμή που στα κέντρα ο Μητροπάνος έπαιρνε τις στροφές του ήταν πάντα μια από τις ωραιότερες της αθηναϊκής νύχτας γιατί τραγουδιστής, κίνηση και ερμηνεία γίνονταν ένα. Ο Μητροπάνος ήταν ο Ζορμπάς του Ζεϊμπέκικου γιατί το προσέγγιζε χωρίς μαγκιά, αλλά με μια μυστήρια ιερατικότητα: όχι τυχαία, όταν ο Θάνος Μικρούτσικος συνεργάστηκε μαζί του το 1996, υπερβαίνοντας τις διαχωριστικές γραμμές του λαϊκού και του έντεχνου στις οποίες τόσο πιστεύει, του έγραψε μερικά ωραία ζεϊμπέκικο με πρώτο και καλύτερο τη θρυλική «Ρόζα». Νομίζω κάθε συνθέτης ονειρεύονταν να γράψει ένα ζεϊμπέκικο για αυτόν για να τον δει να περνάει τη δοκιμασία με άριστα, όμως ο Μητροπάνος αυτά ειδικά τα σφράγιζε τόσο πολύ που όλοι ξεχνούσαμε τους συνθέτες τους: ποιος θυμάται π,χ ότι το υπέροχο «Σβήσε το Φεγγάρι» είναι του Στέφανου Κορκολή; Ο Μητροπάνος δεν είχε ηλικία γιατί η φωνή του κούμπωνε στις μελωδίες μετατρέποντας κάθε τραγούδι που έχει πει σε μια μικρή πράξη αθανασίας: λίγοι, ελάχιστοι τραγουδιστές έχουν καταφέρει να συλλάβουν την εσωτερική ένταση των τραγουδιών του και να την πλησιάσουν – οι πιο πολλοί που έχουν επιχειρήσει να πουν τραγούδια του «τρώνε» τα μούτρα τους. Το πιο ωραίο στην περίπτωσή του είναι ότι η σπάνια Τέχνη του δεν τον έκανε δυσπρόσιτο ή δύσκολο ή δήθεν: ο Μητροπάνος μεγαλούργησε ως άνθρωπος της πίστας και των κέντρων, συνεργάστηκε σχεδόν με όλους με απλότητα και καλή διάθεση, τίμησε το κοινό του με το οποίο συμπορεύτηκε για σαράντα χρόνια χωρίς να παριστάνει τον εστέτ, χωρίς να ψάχνει καταφύγιο στα Μέγαρα Μουσικής, χωρίς να παριστάνει κάτι που δεν είναι. Τον έχω δει να καίει το πάλκο με τον κουμπάρο του Πασχάλη Τερζή, «πνιγμένοι» στα λουλούδια στη Σαλονίκη, αλλά και να αποθεώνεται από το κοινό με τον Αδαμαντίδη και το Μπάση, πριν με το Λάκη Παπαδόπουλο κάψει της «νύχτας τα ηχεία». Ακόμα κι όταν εμφανίζονταν σε γήπεδα, θέατρα και Ηρώδεια ο Μητροπάνος τραγουδούσε για το κοινό του, μετατρέποντας κάθε χώρο σε τόπο λατρείας: για το κοινό του γύρισε δυο φορές από το θάνατο και ποτέ του δεν το εγκατέλειψε. Ακόμα και τον εφετινό δύσκολο χειμώνα αυτός βγήκε στο μετερίζι του πάλκου, λαϊκός και έντεχνος, ελεγειακός και πονεμένος, Κύριος αλλά και έτοιμος να καταπραΰνει τη χειρότερη καψούρα μας, δηλώνοντας ότι λυπάται αυτούς που δεν αγάπησαν και για τους οποίους το δικό του αλίμονο ισοδυναμεί πάντα με μαχαιριά. Δεν μπόρεσα ποτέ να πάω στο Μητροπάνο με τον πατέρα μου και από σήμερα το μεσημέρι αυτό με πονάει πολύ. Γιατί ήθελα να του πω ότι τελικά τους τραγουδιστές τους διαλέγει η καρδιά μας κι όλα τα υπόλοιπα δεν μετράνε. Ήθελα να το πω και στο μπαμπά μου και στο μεγάλο τραγουδιστή. Αυτοί φυσικά το ήξεραν δεν θα τους μάθαινα κάτι: απλά θα έπινα κάτι μαζί τους. Ο κυρ Μανώλης θα μουρμούριζε και ο Μητροπάνος σα Θεός στην πίστα θα τα ριχνε…. (Για το Sport.gr, Απρίλιος του 2012)