Ολη την περασμένη εβδομάδα διασκέδαζα με δύο ολότελα αντιφατικά πράγματα που διάβαζα στο διεθνή Τύπο σχετικά με τον Ράφα Ναδάλ. Οι ίδιοι άνθρωποι που εξυμνούσαν το κατόρθωμα του να κερδίσει και φέτος στο Ρολάν Γκαρός, κατέθεταν τον προβληματισμό τους για το αν κάνει καλά που συνεχίζει! Το γεγονός θα ήταν εξηγήσιμο αν αυτή η τρέλα να ακουστεί από το στόμα του Ναδάλ το περίφημο «αντίο», ξεκινούσε μετά τον τελικό του γαλλικού Οpen όταν και έγιναν γνωστά όλα του τα ιατρικά προβλήματα: είναι για μένα ανεξήγητη γιατί υπήρχε μέρες πριν. Οι Γάλλοι είχαν προαναγγείλει ότι θα πει το αντίο στο τένις σε περίπτωση νίκης στον τελικό – το έγραψαν ήδη μετά τη νίκη του στο ματς με τον Νόβακ Τζόκοβις. Οι Ισπανοί επίσης έγραφαν ότι η συγκυρία για ένα μεγαλοπρεπέστατο αντίο είναι ιδανική. Μόνο ο Τζον Μακ Ενρόου, με τη σοφία των επτά κερδισμένων του Γκραν Σλαμ τουρνουά προσπαθούσε να εξηγήσει πως όταν κερδίζεις τόσο εύκολα ένα τελικό στο Παρίσι είναι απίθανο να πεις «φεύγω». «Αν το κάνεις» είπε ο Αμερικάνος που είναι σήμερα σχολιαστής «είναι σαν να προδώσεις το άθλημα κι ο Ναδάλ αγαπάει πολύ το τένις για να το προδώσει». Ο «σούπερ Μακ» σωστά επισημαίνει πως είναι άλλο ο αποχαιρετισμός στα όπλα κι άλλο η εγκατάλειψη. Ο αποχαιρετισμός επιβάλει χειροκροτήματα. Η εγκατάλειψη αφήνει στον θεατή την πικρή γεύση μιας βιασύνης. Ο Ναδάλ κάποια μέρα θα μας πει αντίο. Αλλά δεν θα μας εγκαταλείψει όσο ακόμα μπορεί να κάνει θαύματα.
Δεκατέσσερα στο Παρίσι
Ας θυμηθούμε μερικά από τα ρεκόρ του Ναδάλ. Πρώτα από όλα τα Γκραν Σλαμ τουρνουά που έχει κερδίσει είναι πλέον είκοσι δύο – δυο περισσότερα από αυτά που έχουν ο Φέντερερ και ο Τζόκοβιτς. Τα είκοσι δύο αυτά μεγάλα τουρνουά ο Ράφα τα έχει κερδίσει σε ένα διάστημα 17 ετών. Δεν είναι όμως το 22 ο μόνος αριθμός που εντυπωσιάζει. Υπάρχει ένας άλλος μαγικός αριθμός, το δεκατέσσερα. Ο Πιτ Σάμπρας είχε κλείσει την καριέρα του κερδίζοντας το 14ο Γκραν Σλαμ ( το US Open του 2002): Ο Ισπανός 14 φορές έχει κερδίσει μόνο στο Ρολάν Γκαρός – δεν νομίζω ότι θα το κάνει ποτέ κανείς.
Από την Κυριακή που κέρδισε το Ρολάν Γκαρός ο Ράφα είναι και ο γηραιότερος κατακτητής του γαλλικού τουρνουά: ξεπέρασε το ρεκόρ που σημείωσε πριν από 50 χρόνια ένας άλλος Ισπανός, ο Αντρές Χιμένο, πρωταθλητής στο Παρίσι το 1972 σε ηλικία 34 ετών και 10 μηνών. Ο Ναδάλ το κέρδισε έχοντας κλείσει τα 36 του χρόνια – δυο μέρες μετά τα γενέθλια του. Μόνο οι Κεν Ρόσγουελ και Ρότζερ Φέντερερ έχουν καταφέρει να κερδίσουν ένα Γκραν Σλαμ μεγαλύτεροι. Ο Αυστραλός είχε κερδίσει το Αυστραλιανό Όπεν του 1972 σε ηλικία 37 ετών και δυο μηνών ενώ ο Ρότζερ Φέντερερ είχε κερδίσει το Αυστραλιανό Όπεν του 2018 ενώ ήταν 36 χρονών και μισό: αυτά τα προηγούμενα των δυο σημαίνουν πως ο Ναδάλ έχει λογικά ένα χρόνο τένις επιπέδου ακόμα.
Στο Παρίσι ο Ισπανός έχει κερδίσει 112 ματς σε 115. Οι ήττες παραμένουν τρεις (μια από τον Σόντερλινγκ και δύο από τον Τζόκοβιτς). Στους 14 τελικούς που έπαιξε εκεί δεν χρειάστηκε ποτέ να φτάσει στο πέμπτο σετ: κέρδισε επτά σε τρία σετ και επτά σε τέσσερα. Στον Ρουντ στον τελικό της περασμένης Κυριακής άφησε όλα κι όλα έξι γκέιμς όπως στον Βαβρίνκα το 2017. Εχει χάσει από αυτός χειρότερα κι από τους δυο ο Φέντερερ: στον τελικό του 2008 έχασε από τον Ισπανό με 6-1, 6-3, 6-0. Γιατί τα θυμίζω αυτά; Γιατί από ένα αθλητή που έχει να επιδείξει τέτοια κατορθώματα στα μεγάλα τουρνουά που όλος ο πλανήτης παρακολουθεί, δεν περιμένεις να μπει αντίο: φοβάσαι να μην το πει. Η απουσία του θα είναι δυσαναπλήρωτη. Κι όμως όσο οι μέρες περνούσαν οι αναφορές και τα αφιερώματα δεν είχαν να κάνουν με τους άθλους, αλλά με το πότε θα αποχωρήσει. H δε δήλωση του γιατρού του ότι κανένας αθλητής δεν θα μπορούσε να κερδίσει το τουρνουά με τόσους πόνους, αντί να μεγαλώσει το θαυμασμό, μεγάλωσε το θόρυβο για ένα αντίο που χάθηκε!
Αντιμετωπίζονται ως βαρίδια
Το θέμα δεν είναι φυσικά ο Ναδάλ: είναι η δική μας στάση απέναντι στους αθλητές όταν μεγαλώνουν – στάση ακατανόητη. Από τη μια τους ενθαρρύνουμε να ξεπεράσουν τα όρια τους και να μας καταπλήξουν, συντρίβοντας μπροστά στα μάτια μας με ένα ακόμα κατόρθωμά τους τον ανίκητο χρόνο και από την άλλη δεν κάνουμε άλλο από το να συζητάμε για το πότε θα μας αποχαιρετίσουν. Στα ομαδικά σπορ πρέπει να πω ότι το πράγμα είναι ακόμα χειρότερο. Θρύλοι των σπορ σχεδόν υποχρεώθηκαν να κρεμάσουν τα παπούτσια τους κι αντιμετωπίστηκαν από ένα σημείο κι έπειτα ως αληθινά «βαρίδια» από οπαδούς που κατά τα άλλα τους λάτρεψαν. Στον Πάολο Μαλντίνι οι οργανωμένοι οπαδοί της Μίλαν έστειλαν κάποτε επιστολή καλώντας τον να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Στον Φραντσέσκο Τότι ο προπονητής Σπαλέτι έκανε γυμνάσια όταν τον είχε στη Ρόμα οδηγώντας τον στο αντίο. Ο Νίκος Γκάλης εγκατέλειψε το μπάσκετ βουβά γιατί ένοιωσε ότι δεν υπήρχε στον Παναθηναϊκό σεβασμός στο όνομά του γιατί μεγάλωσε. Ακόμα και ο Βασίλης Σπανούλης, για τον αποχαιρετισμό του οποίου διοργανώθηκαν του κόσμου οι γιορτές, έπρεπε διαρκώς να κλείνει τα αυτιά του σε επικριτικά σχόλια που είχαν να κάνουν με το ότι ανέβαλε το αντίο του. Κι αν ωστόσο στα ομαδικά σπορ, πίσω από την γκρίνια για τους βετεράνους υπάρχει συχνά η ανάγκη των οπαδών να δουν κάτι καινούργιο, η ίδια στάση για όσους διακρίνονται στα ατομικά σπορ δεν έχει νόημα: ο Ναδάλ ή ο Φέντερερ δεν στερούν καμία θέση από νεότερους και δεν δυσκολεύουν κανένα προπονητή με την παράταση της καριέρας τους – μόνοι τους είναι στο γήπεδο κι όποιος αισθάνεται καλύτερος μπορεί κάθε φορά να ονειρεύεται να τους κερδίσει. Κι όμως η συζήτηση για το αντίο τους, όταν αρχίσει δεν σταματά. Και γίνεται ανυπόφορη.
Κατορθώματα και θαύματα
Γιατί αγωνιούμε τόσο για ένα αντίο αντί να χαιρόμαστε κατορθώματα που μοιάζουν με θαύματα; Δεν υπάρχει μια εξήγηση που να καλύπτει τους πάντες. Άλλοι αγωνιούν για το αντίο του μεγάλου αθλητή γιατί δεν θέλουν να δουν την φθορά του. Άλλοι θέλουν να δουν απλά την πορεία του να ολοκληρώνεται. Άλλοι αγαπάνε τους επιλόγους σε σημείο που να τους προβλέπουν. Αλλοι απλά έχουν βαρεθεί να βλέπουν τρομερούς παίκτες να κερδίζουν συνεχώς – συμβαίνει ακόμα κι αυτό. Κυρίως όμως πίσω από αυτή την αγωνία κρύβεται λίγος άγιος φθόνος: κάθε αποχαιρετισμός είναι απόδειξη πως ο τεράστιος αθλητής είναι τελικά άνθρωπος με αδυναμίες – ένας από μας. Όσο κι αν αγαπάμε τα θαύματα, ποτέ δεν ξεχνάμε πως δεν είναι δικά μας. Δικό μας αντίθετα είναι πάντα το χειροκρότημα του τέλους. Φεύγοντας ο αθλητής γίνεται σαν εμάς – χειροκροτώντας το αντίο του τον καταδικάζουμε να επιστρέψει στον κόσμο μας. Και ψάχνουμε τον επόμενο θαυματοποιό που θα δικαιολογήσει στο μυαλό μας την ιδέα ότι ο άνθρωπος γενικά, κι όχι ένας συγκεκριμένος τυχερός, είναι Θεού δημιούργημα.
Πόνος διπλός
Ο Ναδάλ είπε στην τελευταία του συνέντευξη πως θα κατεβεί να ξαναπαίξει μόνο αν σταματήσει να τον πονάει το πληγωμένο πόδι του, αυτό στο οποίο έκανε ενέσεις στο Παρίσι. Αν τον ξαναδούμε σε γήπεδο θα είναι γιατί έχει σταματήσει να πονάει. Για αυτό θα πρεπε να τον χειροκροτήσουμε: για τη δύναμη του να ξεπερνά τους πόνους του. Όταν κάποια στιγμή θα πει «φεύγω» δεν θα υπάρχουν χειροκροτήματα. Μόνο θλίψη.