Από όσο δύναμαι να καταλάβω ένας από τους βασικούς λόγους που οδηγούμαστε στην άρση του lockdown είναι ότι «ο κόσμος κουράστηκε». Αυτό το «περί κούρασης του κόσμου» τροπάριο το ακούω κάμποσο καιρό τώρα.
Πέρυσι, στο ξεκίνημα της περιόδου της καραντίνας, θυμάμαι ότι είχε κάνει μεγάλη επιτυχία ένα σποτ της γερμανικής τηλεόρασης. Έδειχνε ένα ηλικιωμένο κύριο να διηγείται στα εγγόνια του πως αυτός και η γενιά του νίκησαν στη μάχη που έδωσαν το μακρινό 2020 με τον κορωνοϊό. «Ο πόλεμος που δώσαμε ήταν μεγάλος, τα θύματα πολλά, όμως κερδίσαμε τον Covid 19» έλεγε περήφανος ο γερο Γερμανός. Κι όταν τα εγγόνια τον ρωτούσαν «τι έκανες σε αυτό τον πόλεμο παππού;» απαντούσε λάμποντας ότι δεν έκανε τίποτα! «Εμενα σπίτι, κοιμόμουνα όσο ήθελα, άκουγα μουσική, έπινα μπύρες και ήμουν ήρωας» έλεγε νοσταλγώντας τις μέρες που πάλευε με την πανδημία. Κάπως έτσι θα έπρεπε να δώσουμε τη μάχη όλοι μας με τον ιό και να την κερδίσουμε, κυρίως γιατί μια τέτοια μάχη δεν θα έπρεπε να προκαλεί κούραση. Κι όμως κούραση υπάρχει. Και κόπωση. Και έλλειψη υπακοής σε μέτρα που αποφασίζουν γιατροί. Εχω πολλές εξηγήσεις για το γιατί. Ας μοιραστούμε μια.
Σαν στρατιωτική θητεία
Από την αρχή αυτής της περιπέτειας, πάνω από ένα χρόνο πίσω δηλαδή, ό,τι συμβαίνει μου μοιάζει λίγο με την στρατιωτική θητεία. Να σημειώσω ότι εγώ θητεία στο στρατό έκανα κανονικότατη κι όχι λουφαδόρικη. Πέρασα από τα σύνορα, έγινα λοχίας πεζικού και επιλοχίας, έκανα πλάκες που θα τις ζήλευαν και οι πρωταγωνιστές του «Λούφα και Παραλλαγή», έκανα κοπάνες παίρνοντας άδεια από τη σημαία κι έφαγα τιμωρίες. Αλλά έκανα και σκοπιές και «σκηνάκια» και βολές κι ασκήσεις και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μπορώ να μιλάω για την θητεία γιατί ξέρω τι ακριβώς είναι.
Σε τι μοιάζει με τη θητεία η μάχη με τον ιό; Σε λίγα, αλλά ουσιαστικά. Ο ερχομός του ιού ήταν σαν την πρώτη μέρα στο στρατό. Μετά την κατάταξη μπαίνεις σε ένα νέο περιβάλλον και το αντιμετωπίζεις με περιέργεια. Έχεις κάτι ακούσει, αλλά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι. Θα θελες να την κοπανήσεις, αλλά σε πιάνει σιγά σιγά ένα είδος υπευθυνότητας να «υπηρετήσεις». Αλλάζεις υποχρεωτικά τις καθημερινές σου συνήθειες κι αρχίζεις να εκτιμάς πράγματα που σου θεωρούσες δεδομένα, όπως π.χ ο ύπνος. Μιλάς για αυτά που ζεις καθημερινά απίστευτα πολύ, ενώ κατά κανόνα είναι ασήμαντα: κάποια στιγμή αλλοιώνεται και η ίδια η έκφρασή σου. Κυρίως μιλάς με όλους αυτούς που περνάνε τα ίδια με σένα: αυτοί και μόνο σε καταλαβαίνουν. Σύντομα η ζωή σου αποκτά κάποιες σταθερές: προσαρμόζεσαι στις συνθήκες, επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια, περιμένεις να μάθεις κάποιο καλό νέο για έξοδο ή για άδεια.
Παλιώσαμε πλέον
Στη «μάχη» που δώσαμε με τον ιό δεν βρήκαμε φυσικά αξιωματικούς και «παλιούς» φαντάρους που έκαναν καψόνια και δεν ψάχναμε κάποιο μέσο για να πάρουμε μια άδεια ή μια καλή μετάθεση. Αλλά ανάμεσα στην αντιμετώπιση του ιού και την θητεία υπήρξαν ομοιότητες. Μιλάγαμε και εξακολουθούμε να μιλάμε μόνο για τον ιό για μήνες, όπως μιλούσαμε για το λόχο όταν φορούσαμε τα χακί. Νιώθαμε πέρσι, όταν όλα άρχισαν, ότι πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με ένα είδος πατριωτικής υποχρέωσης. Δεχθήκαμε περιορισμούς και αρχικά είμασταν υπάκουοι και πρόθυμοι, όπως οι καλοί στρατιώτες. Αλλά η μεγάλη ομοιότητα είναι άλλη: όσο ο καιρός περνά, όπως ακριβώς μας βάρυνε στο στρατό η μονοτονία της θητείας, έτσι και στην τωρινή μας περιπέτεια άρχισε να μας κουράζει η ανάγκη να τηρηθούν μέτρα, που δεν θα ακολουθούσαμε ποτέ, αν περνούσε από το χέρι μας.
Σήμερα είμαστε «παλιοί». Τι κάνει ο «παλιός» στρατιώτης; Κατά τη φανταρίστικη έκφραση «παλιώνει». Γίνεται ανυπάκουος για να ξεχωρίζει από τους καινούργιους, δεν έχει όρεξη για τίποτα, όλα του φαίνονται ανώφελα κι ασήμαντα. Οσο πλησιάζει προς η μέρα που θα πάρει το πολυπόθητο «χαρτί» για να πάει σπίτι, τόσο πιο πολύ «τρελένεται». Σταματάει και να μετράει μέρες: αυτά δεν είναι πια για τη «σειρά» του.
Κάπως έτσι έγινε και με τους πολεμιστές της μάχης με τον Covid 19, δηλαδή με εμάς. Κουρασμένοι έπρεπε να είναι όσοι υποχρεωτικά κρατούν κλειστά μήνες τώρα τα καταστήματα τους. Θυμωμένοι θα πρεπε να είναι όσοι έχασαν ή μπορεί να χάσουν τις δουλειές τους. Γκρινιάρηδες θα πρεπε να είναι όσοι τα μέτρα τα χουν τηρήσει με ευλάβεια και παρόλα αυτά δεν βλέπουν τα κρούσματα να μειώνονται. Ολοι εμείς οι υπόλοιποι δεν θα πρεπε να είμαστε κουρασμένοι, γιατί πλέον απλά παριστάνουμε ότι είμαστε σε καραντίνα. Δεν το χουμε ρίξει στα κορωνοπάρτι, αλλά λίγο θέλουμε.
Εμλοκή και το Πάσχα;
Ας το παραδεχτούμε. Κάνουμε καιρό τώρα τις βόλτες μας. Πίνουμε τους καφέδες μας έστω στα όρθια. Κυκλοφορούμε με τα αυτοκίνητα χωρίς κανείς να μας ελέγχει. Βλέπουμε ματς στην τηλεόραση με την παρέα μας και περνάμε τις γιορτές με τους δικούς μας, ό,τι και να λένε οι λοιμοξιολόγοι. Κι αν έχουμε όρεξη μπορούμε και να διαδηλώσουμε: κάτι θα βρούμε.
Ωστόσο παρά όλες αυτές τις βαλβίδες ανυπακοής που η κυβέρνηση επέτρεψε να υπάρχουν και πάλι κουραζόμαστε. Γιατί; Γιατί δεν έχει οριστεί ακόμα ένα πραγματικό τέλος θητείας ώστε να αντλούμε από αυτή την ημερομηνία δύναμη – να την κάνουμε δηλαδή κάτι σαν ορόσημο. Κυκλοφορούμε καιρό τώρα σαν τον ήρωα του παλιού ωραίου τραγουδιού του Σαββόπουλου που «βλέπει φτωχούς ανθρώπους με πληγωμένο εγωισμό» και καταλήγει πως «όλα περνούνε κι όλα γίνονται ξανά, μόνο που τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά». Αυτή είναι η κόπωση μας.
Προφανώς δεν μπορώ να κρίνω τους γιατρούς που αποφασίζουν: τους σέβομαι. Πλην όμως ξέρω από θητείες. Ελπίζω χάρη στον εμβολιασμό να πάρουμε όλοι το απολυτήριο από το στρατόπεδο της πανδημίας και να πάψουμε να κυκλοφορούμε σέρνοντας την δυσθυμία μας, ακούρευτοι κι αξύριστοι σαν τον «παλιό» στρατιώτη. Αλλά αν ποτέ μας ξανατύχει τέτοιο πράγμα η όποια αρμόδια επιτροπή θα πρεπε να χειριστεί τη θητεία μας διαφορετικά. Θα πρεπε να προβλέπεται π.χ ότι θα παίρνουμε άδειες. Ότι κάθε είκοσι μέρες θα ανοίγουν για λίγο τα καφέ, κάθε τριάντα τα θέατρα και τα σινεμά και κάθε δυο μήνες θα επιτρέπεται ένα ταξίδι στο χωριό για δυο μέρες - μια «σαρανταοκτάωρη άδεια» δηλαδή. Όταν υπηρετούσαμε στο στρατό, η σαρανταοκτάωρη, μας φαινόταν η αρχή και το τέλος της ευτυχίας του κόσμου. Κι αυτή την έλλειψη μια σαρανταοκτάωρης τη θυμήθηκα στην καραντίνα, χωρίς να βρω ένα μέσο για να την πάρω. Και κινδυνεύω Πάσχα να φάω πάλι εμπλοκή.
Παλιοσειρές με καταλαβαίνετε: δεν δούλεψε το βύσμα…
(ΒΗΜΑγκαζίνο, Μάρτιος του 2021)