Ο ερχομός του Σολδάνο στον Ολυμπιακό στάθηκε αφορμή για να γραφτούν πολλά για την σχέση των Ερυθρόλευκών με την Αργεντινή και τους ποδοσφαιριστές της. Καλά είναι τα αφιερώματα, γιατί ξυπνούν μνήμες. Ωστόσο για να είμαστε δίκαιοι με την πραγματικότητα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό για να μην τρελάνουμε τον κόσμο: άλλο πράγμα είναι οι Αργεντινοί που έρχονται από την Ευρώπη κι άλλο πράγμα αυτοί που έρχονται από την Αργεντινή. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε συνήθως με γυρολόγους με τεράστιες εμπειρίες: η προσαρμογή τους είναι εύκολη και η δυνατότητα της προσφοράς τους έχει να κάνει με το ρόλο τους στην ομάδα – ενίοτε και με τη φυσική τους κατάσταση και με την δική τους θέληση. Στη δεύτερη περίπτωση το σημαντικότερο είναι η δυνατότητα προσαρμογής τους, αλλά και το πώς τους βλέπει ο προπονητής τους. Και φυσικά με την υπομονή που υπάρχει.
Πολλά και σπουδαία
Οι πιο πολλοί από τους Αργεντίνους που ήρθαν στον Ολυμπιακό ενώ έπαιζαν προηγουμένως στην Ευρώπη έκαναν σπουδαία πράγματα. Ο Γκαλέτι έπαιξε για χρόνια βασικός, βγήκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα παίζοντας ως έξω δεξιά, πολλοί τον αγάπησαν τόσο ώστε τον βάζουν στις καλύτερες ενδεκάδες του Ολυμπιακού όλων των εποχών: από τη μέρα που σταμάτησε καλύτερος έξω δεξιά δεν πέρασε από τον Ολυμπιακό. Ο Σούρερ ήρθε και συμμάζεψε κάποτε υποδειγματικά την άμυνα. Δεν ήταν ούτε ο πιο γρήγορος σέντερ μπακ που έχουμε δει, ούτε ο πιο δυνατός, αλλά ήταν έμπειρος και είχε προσωπικότητα. Ο Τσόρι μπορεί να είναι, σε ό,τι έχει να κάνει με την προσφορά, ο καλύτερος παίκτης του Ολυμπιακού την τελευταία δεκαετία: έκανε εμφανίσεις ιστορικές – με κορυφαία εκείνη στο Καραϊσκάκη κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Πέτυχε σπουδαία γκολ, είχε ηγετικό παράστημα, ήταν χρήσιμος ακόμα και σαν αναπληρωματικός – λείπει πολύ. Ο Λέτο είχε έρθει δανεικός από τη Λίβερπουλ, είχε μεγάλες προδιαγραφές, αλλά ήταν δύσκολο παιδί και κατάφερε να τσακωθεί με τον Βαλβέρδε – πράγμα δύσκολο.
Ο Σαβιόλα και ο Καμπιάσο αγαπήθηκαν και ήταν εξαιρετικοί χαρακτήρες. Ο πρώτος ήταν το μυστικό της προόδου του Κώστα Μήτρογλου – κρίμα που ταλαιπωρούνταν από τραυματισμούς. Ο δεύτερος ήταν προπονητής στο γήπεδο – κρίμα που δεν αγωνίστηκε πιο πολύ. Και οι δυο ήρθαν ήταν δυο κύριοι, που ήθελαν να βοηθήσουν πιο πολύ και το καταλάβαινες. Ο Σαβιόλα κόντρα στην Αντερλεχτ στο Τσάμπιονς λιγκ, παίζοντας μάλιστα σαν φορ, είχε κάνει το τελευταίο μεγάλο ματς της καριέρας του, βάζοντας κι ένα από τα ωραιότερα γκολ εκείνης της χρονιάς. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να συγκρίνουμε τον Σολδάνο με κάποιον από αυτούς τους παίκτες. Είναι μόλις 24 χρονών και βγαίνει από την χώρα του πρώτη φορά. Ανήκει δηλαδή στην άλλη κατηγορία.
Δύσκολες περιπτώσεις όλοι
Περίπτωση ανάλογη ήταν ο μεγάλος Φούνες. Κι εκείνος είχε έρθει κάποτε από το πρωτάθλημα της Αργεντινής – βέβαια σαν φίρμα ήταν μεγαλύτερη. Ο Φούνες είχε έρθει στον Ολυμπιακό από την Ρίβερ Πλέιτ και είχε κατακτήσει στη Λατινική Αμερική τα πάντα. Ηταν η απόδειξη ότι στη Λατινική Αμερική υπάρχουν τεράστιοι ποδοσφαιριστές που οι ελληνικές ομάδες απλά δεν τους γνωρίζουν. Ηταν δυνατός, σπουδαίος τεχνίτης, έπαιζε φορ με τον τρόπο του, χωρίς να περιμένει τη μπάλα στην περιοχή, αλλά γυρνώντας πολύ: η φάση που στο Καραϊσκάκη ο Μανωλάς τον τραβάει από τη φανέλα κι αυτός τον παίρνει μαζί του πέρασε στην ιστορία. Του ρίξανε επτά (!) αγωνιστικές τιμωρία γιατί αποβλήθηκε σε ένα ματς κόντρα στον ΠΑΟΚ κι άφηναν τους αμυντικούς να τον κλωτσάνε ανελέητα. Ήταν πολύ ακριβός για τον Ολυμπιακό κι έφυγε γρήγορα για να πάει στη Γαλλία πριν επιστρέψει στην Αργεντινή και σταματήσει το ποδόσφαιρο στα 29 του λόγω προβλημάτων στην καρδιά: πέθανε ως γνωστόν νεότατος.
Η περίπτωση του Σολδάνο μοιάζει πιο πολύ με εκείνες πέντε άλλων παικτών που ήρθαν από την Αργεντινή και δεν κατάφεραν να προσφέρουν όσα μπορούσαν: εκείνες οι αποτυχίες πρέπει να βοηθήσουν τους τωρινούς υπεύθυνους του Ολυμπιακού, δηλαδή τον Μαρτίνς και τον Καρεμπέ, να ασχοληθούν με τον νεοφερμένο φορ καλύτερα. Εκείνοι που δεν τα κατάφεραν είχαν όλοι τους καλά βιογραφικά και μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά δεν ένοιωσαν σχεδόν ποτέ την εμπιστοσύνη των προπονητών τους και κρίθηκαν πολύ βιαστικά: μιλάω για τον Νούνιες, τον Αρτσούμπι, τον Λεντέσμα, τον Χάρα και τον Μπερμούδες, που δεν ήταν Αργεντίνος, είχε όμως έρθει από την Μπόκα, της οποίας μάλιστα ήταν και αρχηγός. Ολοι αυτοί οι παίκτες είχαν τρομερές διαφορές, αλλά η αποτυχία τους στην Ελλάδα είχε να κάνει κυρίως με ένα πράγμα: δεν τους πίστεψαν ποτέ οι προπονητές που δούλεψαν μαζί τους – ίσως γιατί δεν ήταν δικές τους επιλογές.
Ο Μπερμούδες είχε πέσει σε δύσκολα αποδυτήρια. Συνηθισμένος να είναι βασικός στην Μπόκα, βρέθηκε εδώ να πρέπει να παλεύει για τη θέση: δεν κατάλαβε κανένα και δεν τον κατάλαβε και κανένας. Η καριέρα του τελείωσε με τον καυγά με τον Ελευθερόπουλο στη Κορούνια – δεν ήταν ο μόνος ξένος σέντερ μπακ που εκείνο τον καιρό είχε αποτύχει στον Ολυμπιακό: και με τον Μπάγεβιτς και με τον Λεμονή κανείς δεν στέριωνε, αν δεν μιλούσε ελληνικά. Τον Νούνιες, τον Λεντέσμα και τον Αρτσούμπι τους είχε φέρει ο Ιβιτς. Δεν ήταν κακοί παίκτες, αλλά είχαν ανάγκη από καθοδήγηση σε ένα Ολυμπιακό που ό,τι κανείς πετύχαινε, το πετύχαινε μόνος. Ο Νούνιες είχε καλή τεχνική, αλλά πολλά παραπανήσια κιλά και δεν είχε και θέση: δεν ήταν ούτε «δεκάρι», ούτε φορ, ούτε φυσικά εξτρέμ – μετά από λίγο το ριξε στην πλάκα. Ο Αρτσούμπι έπρεπε να βγάλει από την ενδεκάδα τον Τζόρτζεβιτς: έπαιξε όλα κι όλα 4 ματς. Ο Λεντέσμα ήταν η πιο περίεργη περίπτωση. Είχε ξαναπεράσει από την Ευρώπη καθώς είχε αγωνιστεί μια σεζόν στο Αμβούργο, αλλά στον Ολυμπιακό είχε έρθει από την Σαν Λορέντσο, στην οποία και επέστεψε. Εκανε ένα καταπληκτικό ξεκίνημα και χάθηκε πάνω στο καλύτερο. Είχε ένα τραυματισμό είναι αλήθεια – κυρίως, όμως, έμοιαζε να μην θέλει να μείνει εδώ. Μια ανάλογη περίπτωση ήταν και ο Χάρα. Είχε αποκτηθεί ως δανεικός από την Μπενφίκα, αλλά πριν έρθει στην Ελλάδα έπαιζε στην Αργεντινή. Τον «έκαψαν» με τις απαιτήσεις με το καλημέρα. Κάνει καριέρα στο Μεξικό και έχει βρει την υγειά του: δεν κάνουν όλοι για όλα.
Ο απολογισμός κινδυνεύει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι όποιος έρχεται από την Αργεντινή δεν στεριώνει, αλλά δεν είναι έτσι: το παράδειγμα του Μπελούτσι μαρτυρά ότι όταν υπάρχει υπομονή κι ένας προπονητής που ένα παίκτη τον καταλαβαίνει, όλα είναι θέμα χρόνου.
Για το μέλλον
Διαβάζω ότι όποιος Αργεντίνος έρχεται από ευρωπαϊκή ομάδα είναι «λίρα εκατό» κτλ κτλ. Ούτε αυτό ισχύει: ρωτήστε τον Κοστάντσο π.χ ή τον Ντάτολο, που κανείς δεν τον θυμάται κι ας ήρθε από τη Νάπολι. Το θέμα είναι να ξέρεις τον ποδοσφαιριστή, να τον πιστεύεις, να επενδύσεις στις ικανότητές του και να μην βιάζεσαι. Αν δουν τον Σολδάνο ως επένδυση για το μέλλον κάτι θα πάρουν. Αν περιμένουν να μπει και να βάλει δεκαπέντε γκολ, θα συζητάει κάποτε κι αυτός με τον Μπερμούδες στο Μπουένος Αίρες για τους τρελούς που βρήκε στην Ελλάδα…