Δεν είναι ένα σπουδαίο Τσάμπιονς λιγκ αυτό που για την ώρα έχουμε παρακολουθήσει φέτος και δεν φταίει για αυτό ότι στη διοργάνωση δεν έχει γίνει καμία σοβαρή έκπληξη: το Τσάμπιονς λιγκ ποτέ δεν ήταν η διοργάνωση των μεγάλων εκπλήξεων, αρκεί να διαβάσει κανείς τη λίστα με τους νικητές του. Απλά φέτος η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης δεν συνοδεύεται από βεβαιότητες.
Δεν ξεχωρίζει το ζευγάρι
Η μεγαλύτερη διαφορά φέτος σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι δεν έχει ξεχωρίσει το ζευγάρι των ομάδων που μετά το τέλος της πρώτης φάσης έχουν παίξει τόσο καλά ώστε ελπίζεις να τις δεις στον τελικό. Το παράξενο της ιστορίας είναι ότι τελικά αυτό το φινάλε δεν το βλέπεις ποτέ, όμως ήταν πάντα η προσδοκία μιας πολύ μεγάλης τελικής μάχης αυτό που έκανε το πράγμα ενδιαφέρον: οι πρωταγωνιστές ξεχώριζαν, όλοι παρακολουθούσαμε κυρίως τις περιπέτειες τους, ένας στο δρόμο χανόταν κι ο άλλος κέρδιζε. Κάποιες ελάχιστες νίκες μεγάλων αουτσάιντερ απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα: η τελευταία τέτοια ήταν, το 2013, η επικράτηση της Τσέλσι στην έδρα της Μπάγερν που είχε προγραμματίσει και το που θα πανηγυρίσει τον τίτλο. Μερικά ζευγάρια τελικού που ποτέ δεν είδαμε μας έχουν λείψει πραγματικά. Τα χρόνια της κυριαρχίας των Αγγλων και του Big 4 δεν είδαμε το Λίβερπουλ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που περιμέναμε: μια φορά το χάλασε η Μίλαν και μια η Τσέλσι. Δεν είδαμε ποτέ σε τελικό τον Πεπ με τη Μπάγερν κόντρα στη Μπαρτσελόνα: ένα ραντεβού τους υπήρξε σε ημιτελικό, που στον προπονητή δημιούργησε τραύμα. Δεν είδαμε ποτέ τελικό μεταξύ της Μπαρτσελόνα και της Ρεάλ Μαδρίτης και ας έχουν κερδίσει πέντε κούπες τα οκτώ τελευταία χρόνια οι δυο τους. Είδαμε τελικούς από ομάδες της ίδιας χώρας και σε όλους κέρδισε η ομάδα με την πιο βαριά φανέλα – πράγμα τελείως προβλέψιμο. Και φέτος φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε ούτε να φανταστούμε ποιον τελικό θα δούμε: καλό για τη διοργάνωση, αλλά και σημάδι ότι στην πρώτη φάση της διοργάνωσης κανένα από τα παραδοσιακά φαβορί δεν έπαιξε καλή μπάλα – κυρίως έλειψε από όλους η συνέχεια.
Τον Απρίλιο θα είναι καλά
Διακινείται πολύ μια άποψη που λέει ότι όποιος τα προηγούμενα χρόνια έφτασε στα ημιτελικά χωρίς ενέργεια, άδειος από το πολύ τρέξιμο που έριξε νωρίς στη σεζόν, φέτος προσέχει για να έχει. Δεν είναι μια λάθος παρατήρηση, αλλά δεν μπορεί να ισχύει για όλους. Τέσσερις ομάδες μπορεί να έχουν τέτοιους προβληματισμούς. Η πρώτη είναι η Μπάγερν Μονάχου: τα χρόνια του Γκουαρντιόλα έφτασε πάντα σε ημιτελικούς και πάντα σε αυτούς ήταν κατώτερη των περιστάσεων – δεν την απέκλεισε μόνο η Μπαρτσελόνα, αλλά και η Ατλέτικο και η Ρεάλ Μαδρίτης, και μάλιστα εύκολα. Οι ομάδες του Γκουαρντιόλα παίζουν σχεδόν πάντα κακούς ημιτελικούς – και η Μπαρτσελόνα του σε κάμποσους δυσκολεύτηκε. Είναι λογικό ο Αντσελότι να προσπαθήσει να κλείσει τη σεζόν με την ομάδα του σε φόρμα και ίσως προγραμματίζει το φορμάρισμά της για τον Απρίλιο – μένει να δούμε αν μπορεί να το κάνει, όπως κάποτε ο Χάινκες. Ο δεύτερος που σαφώς για αυτό προβληματίζεται είναι ο ίδιος ο Γκουαρντιόλα: σαφώς και θα ήθελε μια χρονιά μια ομάδα του στο τέλος να τρέχει κι όχι να περπατάει και θα δούμε αν η Σίτι του σε αυτό θα είναι διαφορετική από την Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν του. Η τρίτη ομάδα που δεν πάτησε γκάζι στην αρχή και ελπίζουμε να το κάνει στο τέλος είναι η ίδια η Μπαρτσελόνα. Πέρυσι στο πρώτο εξάμηνο πετούσε και είχε ρίξει μια τεσσάρα Νοέμβρη μήνα στη Ρεαλ παίζοντας ουσιαστικά χωρίς το Μέσι. Τελείωσε τη σεζόν με τη γλώσσα έξω, κερδίζοντας το νταμπλ μεν, πλην όμως εμφανώς κουρασμένη – στο Τσάμπιονς λιγκ το πλήρωσε. Μια καλύτερη διαχείριση δυνάμεων πρέπει να κάνει και η φιλόδοξη Παρί, αν θέλει ποτέ να ξεπεράσει το σκόπελο των ημιτελικών. Κι αυτή έτρεχε πολύ τέτοια εποχή πέρυσι κι αυτή χάθηκε μετά το χειμώνα, παρόλο που στο πρωτάθλημα Γαλλίας έκανε περιπάτους.
Κάποιοι κάνανε τη δουλειά τους
Όλα αυτά ωστόσο είναι θεωρίες που μένει να δούμε αν θα γίνουν πράξη: η αλήθεια είναι πως στην πρώτη φάση του εφετινού Τσάμπιονς λιγκ ξεχώρισαν όσοι το πήραν στα σοβαρά. Οι πιο σταθερές ομάδες ήταν η Λέστερ του Ρανιέρι και η Μονακό του Ζαρντίμ, ενώ η Ατλέτικο του Σιμεόνε και η Γιουβέντους του Αλέγκρι (ομάδες πάντα φιλόδοξες) προκρίθηκαν κάνοντας καλά τη δουλειά τους – γεγονός που για τις συγκεκριμένες ομάδες είναι τρόπος ζωής. Στο τέλος πήραν πρωτιές σε ομίλους και η Αρσεναλ και η Νάπολι, αλλά οι μεταπτώσεις τους είναι πολύ μεγάλες για να τους δείξει κάποιος εμπιστοσύνη. Οσοι έχουν την υποχρέωση να μας δείξουν λίγο καλό ποδόσφαιρο περιορίστηκαν σε κάποιες σποραδικές επιδείξεις δυνατοτήτων, χωρίς ωστόσο σταθερότητα. Η Μπάγερν σίγουρα δεν τρέχει όσο με τον Πεπ: το ότι θα τρέχει τον Απρίλιο δεν αποτελεί βεβαιότητα. Η Σίτι εξακολουθεί να έχει προβλήματα προσωπικότητας – αν δεν κερδίσει ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο δεν μπορεί να συνυπολογίζεται μεταξύ των φαβορί κι ας έφτασε σε ένα ημιτελικό πέρυσι. Το ίδιο ισχύει και για την Παρί: το ό,τι δεν κέρδισε τον όμιλο είναι κακό σημάδι – ο χωρισμός με τον Ιμπρα δεν ξεπεράστηκε. Μυστήριο και οι δυο μεγάλες ισπανικές ομάδες που κυριαρχούν. Η Μπαρτσελόνα είναι εξαρτημένη από το Μέσι: το τι θα κάνει εξαρτάται από τη φόρμα του καλύτερού της παίκτη τον Μάρτιο και τον Απρίλιο κι όχι τόσο από το δικό της τρέξιμο που διαρκώς είναι και πιο λίγο. Η κάτοχος Ρεάλ Μαδρίτης από την άλλη είχε φέτος ως στόχο το πρωτάθλημα και με το Τσάμπιονς λιγκ αρχικά ασχολήθηκε λίγο. Πληρώνει πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη ομάδα το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα που προηγήθηκε, αλλά είναι η καλύτερη ομάδα μονάδων στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή κι από τη στιγμή που συνεχίζουν και οι τέσσερις ισπανικές έχει τα αβαντάζ της. Οποιος την αποκλείσει βέβαια μπορεί να πάει στον τελικό: να δούμε αν υπάρχει κανείς.
Θα δούμε πολλούς
Από τη στιγμή που τερμάτισαν δεύτερες η Μπάγερν, η Παρί, η Σίτυ, η ικανότατη στα νοκ άουτ ματς Σεβίλλη, το να κερδίσεις τον όμιλο ίσως αποδειχτεί κατάρα! Αν τερματίσει δεύτερη και η Ρεάλ θα δούμε νωρίς νωρίς κάποια ματς που θα μπορούσε να είναι και τελικός. Ισως για αυτό κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τον εφετινό τελικό: θα δούμε μάλλον κάμποσους…