Δυο εικόνες ξεχώρισαν σε αυτή την 21η αγωνιστική του πρωταθλήματος: η εικόνα του Πέδρο Κόντε να διαλύει στα Γιάννινα την άμυνα του Παναθηναϊκού και η εικόνα του Ούρους Τζούρτζεβιτς, να κάνει ό,τι γουστάρει στο Περιστέρι, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια την εντολή του πάγκου του Ολυμπιακού να αφήσει στον Καρίμ Ανσαριφάρντ την εκτέλεση του πέναλτι, το οποίο ούτε καν κέρδισε. Πρόκειται για εικόνες που μιλάνε από μόνες τους: από τη μια βλέπεις την ικανότητα ενός ποδοσφαιριστή και από την άλλη την απόλυτη ανωριμότητα ενός άλλου.
Τεράστιο βήμα καριέρας
Ο Κόντε δεν είναι απλά ένας καλός σκόρερ, είναι ένας από αυτούς τους ποδοσφαιριστές που καταλαβαίνεις ότι δεν χρωστάνε την καριέρα τους σε κανένα. Δεν πήγε στα Γιάννινα παιδάκι, ώστε να προσαρμοστεί με τη βοήθεια του χρόνου: πήγε 27 χρονών. Μέχρι να βρεθεί στον ΠΑΣ είχε αγωνιστεί μόνο στις μικρές επαγγελματικές κατηγορίες της Ισπανίας – είναι φανερό ότι ο τύπος είδε την πρόταση της ελληνικής ομάδας σαν τεράστιο βήμα στην καριέρα του. Αρχισε να σκοράρει με το καλημέρα και σε δυο χρόνια έχει βάλει 31 γκολ – επίδοση που θα ζήλευε κι ο Μάρκους Μπεργκ. Αλλά αυτές δεν είναι η πρώτες σεζόν που σκοράρει πολύ, ώστε να θεωρηθεί το πράγμα ανεξήγητο: έχει βάλει 16 γκολ πιτσιρικάς παίζοντας στην τρίτη ομάδα της Ατλέτικο Μαδρίτης, 20 με την Πόθομπλάνκο, 22 με τη δεύτερη ομάδα της Γρανάδα, 17 με τη Μέριδα ένα χρόνο πριν έρθει στα Γιάννινα. Εχει και σεζόν που γκολ έβαλε λίγα, αλλά αυτά συμβαίνουν. Ειδικά αν αλλάζεις μια ομάδα το χρόνο, όπως έκανε αυτός.
Μια από τις χειρότερες
Ο Τζούρτζεβιτς από την άλλη είναι μια από τις χειρότερες μεταγραφές στην ιστορία του Ολυμπιακού, όχι γιατί δεν έχει προσφέρει τίποτα, αλλά γιατί δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να αποκτηθεί. Ακόμα κι αν τον συνόδευαν κάποια καλά λόγια, τον είχαμε δει στα δυο καλοκαιρινά ματς με την Παρτιζάν: δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα το αξιοσημείωτο. Δεν ήταν φιλικά ματς προετοιμασίας εκείνα – ήταν για τους Σέρβους τα παιγνίδια της χρονιάς. Επιπλέον το ίδιο το βιογραφικό του φώναζε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο Τζούρτζεβιτς πριν κλείσει τα 23 του έχει προλάβει να παίξει σε δυο ξένα πρωταθλήματα: δεν έκανε τίποτα το αξιοσημείωτο ούτε στην Ιταλία με τη φανέλα της Παλέρμο, ούτε στην Ολλανδία όπου έπαιξε με την Φίτεσε: και οι δυο ομάδες τον άφησαν να φύγει χωρίς να απαιτήσουν χρήματα. Για όποιον ξέρει το ποδόσφαιρο του καιρού μας δεν υπάρχει χειρότερο σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά.
Νομίζει ότι είναι καλύτερος
Το τι δεν πηγαίνει καλά με τον Τζούρτζεβιτς το είδαμε στο πρώτο κιόλας ματς που αγωνίστηκε: ο τύπος νομίζει ότι είναι πολύ καλύτερος παίκτης από αυτό που είναι στην πραγματικότητα και στην Ξάνθη που έκανε ντεμπούτο είχε δείξει όλα του τα μειονεκτήματα. Κινείται πολύ, παίρνει σχετικά καλές θέσεις στην περιοχή, σουτάρει γρήγορα και με τη μία, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι άστα να πάνε: δεν πασάρει, δεν ντριπλάρει, συχνά δεν έχει αίσθηση του που βρίσκεται, δεν έχει καλό κοντρόλ, απαιτεί συνέχεια τη μπάλα, είναι κακότροπος και γκρινιάζει λες και έχει μια συλλογή από Χρυσές Μπάλες και εδώ τον αδικούν. Κυρίως είναι τρομερά ανώριμος και ως ποδοσφαιριστής αλλά και ως άνθρωπος: στους μήνες που είναι στην Ελλάδα οι υστερικές του αντιδράσεις είναι περισσότερες από τα γκολ του. Δεν αποκλείεται με τον τρόπο που παίζει να πετύχει ενίοτε κανα γκολ που να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό, όπως αυτό που έβαλε στην Κέρκυρα. Αλλά για να το δεις αυτό, πρέπει να υποστείς την διάλυση πέντε – έξι επιθέσεων σε κάθε ματς: ο Σέρβος αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο ως άθλημα ατομικής επίδειξης και το πρόβλημα του είναι ότι, αντίθετα από αυτό που πιστεύει, δεν έχει να δείξει και πολλά. Κι όμως έγινε βασικός αμέσως και δηλώθηκε στην Ευρώπη αντί του Καρίμ. Για ένα απλό λόγο: γιατί ήρθε από το εξωτερικό και η μεταγραφή του είχε προκαλέσει κι αυτή καλοκαιριάτικα ενθουσιασμό.
«Ψώνια από το πανέρι»
Ο Ολυμπιακός το περασμένο καλοκαίρι θα μπορούσε να έχει αποκτήσει τον Κόντε από τον ΠΑΣ, όπως απέκτησε τον Κούτρη. Αν το έκανε, το πιθανότερο είναι ότι ο καλός ποδοσφαιριστής των Ιωαννίνων θα κατέληγε κάπου δανεικός, όπως ο Μαρτίνεζ, ο Ντε Βινσέντι, κι ένα σωρό άλλοι ξένοι παίκτες που αποκτήθηκαν τα τελευταία χρόνια από ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος αλλά πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αν ο Ολυμπιακός είχε αποκτήσει τον Κόντε και είχε απορρίψει τον Τζούρτζεβιτς θα υπήρχαν δεκάδες σχόλια, άρθρα, μπηχτές σε εφημερίδες, τοποθετήσεις στα social media για το γεγονός ότι «πάνε να την βγάλουν φτηνά», «δεν ξοδεύουν τίποτα», «ψωνίζουν από το πανέρι», «δεν παίρνουν τον παιχταρά τον Τζούρτζεβιτς, τον πρωταθλητή Σερβίας, που πεθαίνει να ρθει στον Ολυμπιακό, αλλά ένα απίθανο από τα Γιάννινα» κτλ. Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό ο Ολυμπιακός ασχολείται πολύ με όλα αυτά και αποφασίζει και για τα μεταγραφικά του ανάλογα: πιο πολύ και από την δυνατότητα προσφοράς των ποδοσφαιριστών, τον ενδιαφέρει να είναι χαρούμενοι οι οπαδοί του. Κυρίως δεν τον απασχολεί να αποκτήσει κάποιον που δείχνει να έχει δυνατότητες, αλλά κυρίως να πουλήσει αισιοδοξία. Οποιος έρχεται από ελληνική ομάδα, ειδικά αν είναι ξένος, περνά του κόσμου τις δοκιμασίες, όποιος έρχεται από το εξωτερικό έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πάρει ευκαιρίες: είναι κανόνας. Και είναι λάθος.
Παριστάνοντας τον Ρίμπο
Λένε ότι τις μεταγραφές στον Ολυμπιακό τις κάνουν οι μάνατζερ – που ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιοι είναι και πως λέγονται. Μακάρι να τις έκαναν αυτοί, γιατί, αν τις έκαναν, κάτι θα είχαν στο μυαλό τους: η δουλειά των αντζέντηδων είναι να βγάζουν χρήματα, κι όχι να παρκάρουν παίκτες και μάλιστα μικρών δυνατοτήτων. Το πρόβλημα είναι ότι ολοένα και συχνότερα τις μεταγραφές τις κάνει η ανάγκη να είναι χαρούμενη η εξέδρα: το καταλαβαίνουν αυτό οι προπονητές σε χρόνο ρεκόρ και εισηγούνται ανάλογα. Οποιος φέρνει όποιον φέρνει, του δίνει και χρόνο συμμετοχής και του δείχνει όλη του την εμπιστοσύνη, μπας και τον δικαιώσει. Ο κάθε Κόντε, όταν πετυχαίνει, δικαιώνει πρώτα από όλα τον εαυτό του: δείχνει σε όλους εκείνους, που δεν τον κατάλαβαν, όλες του τις ικανότητες. Ο κάθε Τζούρτζεβιτς, όταν πετυχαίνει, δικαιώνει τον προπονητή, τον σκάουτερ, την διοίκηση που ξόδεψε ένα σωρό χρήματα, τους οπαδούς που τρέχουν στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτούν κτλ. Σπανίως βέβαια τους δικαιώνει. Γιατί συνήθως, διαλυμένος από την πίεση να τους δικαιώσει, δεν μπορεί να χτυπήσει σωστά ούτε ένα πέναλτι, κι ας παριστάνει τον Ριβάλντο εκτελώντας το με ένα μόνο βήμα…