Είναι ανθρώπινο και δεν το υπογραμμίζω κάνοντας κάποιο είδος επίκρισης. Η κοινωνία μας λειτουργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο για να αντέχει και να προχωρά. Όταν προκύπτει μια τραγωδία σοκάρεται, απορεί, θυμώνει – κυρίως καταλαβαίνει πως ό,τι έχει συμβεί οφείλεται σε παθήσεις που κουβαλάει και που εκδηλώνονται. Όταν ο χρόνος περνά, όλα σχεδόν ξεχνιούνται. Δεν θεραπεύονται. Δεν είναι αλήθεια ότι ο χρόνος είναι ο μεγάλος γιατρός – απλά μας αρέσει να το λέμε γιατί αληθινό γιατρό δεν βρίσκουμε. Δεν πιστεύω επίσης ότι ο χρόνος σε βοηθά να ξεχνάς, γιατί ούτε και η λήθη είναι γιατρειά ή βοήθεια: αν ο χρόνος είναι ένα είδος καταπραϋντικού είναι απλά γιατί δημιουργεί απόσταση από το δράμα. Στην πραγματικότητα με το πέρασμά του μας επιτρέπει να κρυφτούμε στη δική μας πραγματικότητα, να πείσουμε τον εαυτό μας ότι το κακό που μας σόκαρε ως διαδικασία ολοκληρώθηκε και πως δεν χρειάζεται να παρακολουθούμε την εξέλιξη κάθε σοκαριστικής ιστορίας, γιατί την κορυφή του δράματός, έτσι κι αλλιώς, την ζήσαμε.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά παρακολουθώντας μέρες τώρα την εξέλιξη της δίκης των εμπλεκόμενων στη δολοφονία του Αλκη Καμπανού. Δεν ξέρω πόσοι την παρακολουθούν: υποθέτω λίγοι. Καταλαβαίνω περισσότερο όσους δεν την παρακολουθούν. Δεν οφείλεται σε απανθρωπιά το ότι η δίκη αυτή δεν αποτελεί κορυφαία είδηση ενώ θα πρεπε. Η απόσταση από αυτή είναι κάτι σαν άμυνα απέναντι στο κακό: το δράμα στο μυαλό μας έχει ολοκληρωθεί ανεξάρτητα από την όποια δικαστική απόφαση. Το θύμα δεν θα γυρίσει πίσω και η φρίκη του θανάτου δεν θα εξαφανιστεί γιατί θα υπάρξουν κάποιοι καταδικασμένοι: ο κόσμος δεν βλέπει σε αυτές τις περιπτώσεις δικαιοσύνη γιατί το άδικο που προηγήθηκε παραμένει – δεν υπάρχει τιμωρία που θα φέρει το παιδί πίσω. Κι όμως η δίκη αυτή είναι από μόνη της κάτι το συνταρακτικό: η φωτογραφία ενός κόσμου που λίγοι γνωρίζουμε. Αυτοί που κάθονται στο ειδώλιο του κατηγορουμένου μοιάζουν να έρχονται από κάπου αλλού: παρακολουθώ την εξέλιξη της δίκης για αυτούς κυρίως. Αυτές τις μέρες άρχισε το πιο συνταρακτικό της κομμάτι: οι μαρτυρίες υπεράσπισης. Υπεράσπισης μιας πράξης που είναι αδύνατο κάποιος να την υπερασπιστεί.
Οι τέσσερεις που κατέθεσαν
Οι πρώτες καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης είναι κάτι μοναδικό, κάτι σαν ομολογίες ενοχής για μια ζωή ολόκληρη. Μιλήσανε αρχικά μητέρες κατηγορουμένων – για την ώρα τέσσερις. Σκεφτόμουν πως όταν έγινε το φονικό ακούστηκαν για αυτό πολλά από πάρα πολλούς και ήταν λογικό. Επρεπε να εκφραστεί η οδύνη, ο πόνος, ο θυμός, το βάρος ενός «γιατί» που έπνιγε τότε τους πάντες. Αλλά τίποτα από όσα τότε ειπώθηκαν δεν ήταν τόσο σκληρό όσο αυτές οι καταθέσεις των μανάδων, που όταν διάβασες τι είπαν νοιώθεις πως αυτές δικάζονται, κι όχι οι γιοί τους. Δικάζονται μάλιστα απλά περιμένοντας την καταδίκη τους, μετά από μια παράδοση που στην προκειμένη περίπτωση έγινε αυτοβούλως και που δεν βασίστηκε σε όρους ή συμφωνίες, αλλά σε τύψεις. Ασήκωτες. Αφόρητες.
«Προσπάθησα να γράψω ένα γράμμα για να εκφράσω την οδύνη μου- να το πάω όμως πού; Σκέφτηκα να πάω στο μνήμα του παιδιού- αλλά δεν είμαι αντάξια να πάω» είπε η μητέρα του δέκατου κατηγορούμενου, που κατά το κατηγορητήριο, είναι αυτός που κρατούσε το φονικό δρεπάνι. Όταν η εισαγγελέας της έδρας την άκουσε να λέει ότι «έχασε κι αυτή το δικό της παιδί» την ρώτησε αν μπορεί να δείξει ποιος μεταξύ των κατηγορούμενων είναι ο γιός της. Τον έδειξε. Θέλοντας να κάνει σαφές ότι σε αντίθεση με τον Άλκη, ο δικός της γιος ζει, η εισαγγελέας είπε «δεν έχω άλλη ερώτηση». Η μάνα έσπασε. «Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, εγώ τον βλέπω, τον ακουμπάω, περιμένω κάθε μέρα να τον δω. Όσο είναι το παιδί στη φυλακή, είμαι κι εγώ εκεί» ανταπάντησε σχεδόν ντροπιασμένη.
«Λυπάμαι πολύ για αυτό που έγινε. Είναι σαν να έπεσε βόμβα μέσα στο σπίτι. Ο γιος μου ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα. Ήταν ήσυχο παιδί» κατέθεσε η μάνα του ενδέκατου κατηγορούμενου και πρόσθεσε πως ο γιός της, τις επόμενες τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία, έφυγε από το σπίτι του και έμενε σε φίλο του. «Ο μικρός μου ο γιος μου είπε τι συνέβη. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω τι βρίσκεται πίσω από τη λέξη ΠΑΟΚ» είπε. Και πρόσθεσε πως όταν ρώτησε το παιδί της τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ και αν χτύπησε τον Άλκη ο γιός της απάντησε πως «κρατούσα το ξύλο και χτύπησα τον φίλο του Άλκη» κι ότι «απλώς βρέθηκε εκεί γιατί με φίλους περνούσε τα βράδια του».
Πιο σκληρή κατάθεση μέχρι στιγμής αυτή της μάνας του τέταρτου κατηγορούμενου. «Κοιτούσε τηλεόραση και κάποια στιγμή σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Τον ρώτησα πού θα πας; Μου είπε θα πάω να δω αγώνα. Μου είπε ότι δεν θα αργήσω. Γύρισε πιθανόν να ξημερώματα, δεν τον κατάλαβα. Στα ρούχα του δεν είδα τίποτα το περίεργο. Στις 8 τον ξύπνησα. Κατάλαβα ότι δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Ήταν ανήσυχος. Μπερδεύτηκε στον δρόμο για τη δουλειά. Δεν μιλούσαμε, ενώ άλλες μέρες κάναμε κουβέντα, με έκανε να γελάω. Ήθελα σαν μάνα να ξέρω αν το χέρι του παιδιού μου χτύπησε τον Άλκη. Για την άλλη υπόθεση που εμπλέκεται δεν ήξερα τίποτα. Ήμουν πολύ αυστηρή μαζί του και έχω την ευθύνη για αυτό. Κάπου έφταιξα κι εγώ για το πώς τον μεγάλωσα», είπε. Μάλιστα, όπως κατέθεσε, ένας αστυνομικός της είπε ότι «το παιδί σας δεν είναι ο δολοφόνος, είναι ο «βλάκας της παρέας». «Αν είχε χτυπήσει τον Άλκη, σήμερα δεν θα ήμουν εδώ. Δεν ξέρω πώς έμπλεξε το παιδί μου, έκανα δύο δουλειές για να τον μεγαλώσω» τόνισε ενώ ένας από τους κατηγορούμενους ακούγοντάς την έβαλε τα κλάματα. Δεν το λέω για να τον συμπαθήσουμε: προσπαθώ να κάνω κατανοητή την οδύνη της στιγμής.
Μαζί του για χάρη του
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις μαρτυρίες είναι ότι οι μανάδες δηλώνουν πως οι γιοί τους δεν τους έχουν μιλήσει με λεπτομέρειες για το έγκλημα. Είναι οργανωμένα σιωπηλοί κι απέναντι στις μανάδες τους, όπως ήταν και στον ανακριτή, όπως θα είναι και στη δίκη πιστεύω. Χθες κυκλοφόρησε ότι στη Θεσσαλονίκη πωλούνται μπλουζάκια με επιγραφές του είδους «λευτεριά στα αδέρφια μας» ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την υπεράσπιση των δώδεκα: μιλάμε για φρίκη. Αλλά αυτό το περιμένω, δεν με εκπλήσσει. Το συνταρακτικό είναι αυτές οι μανάδες. Που καταθέτουν στο δικαστήριο απόγνωση, πόνο και ντροπή.
Η μάνα του Αλκη είναι σπάνια: έχασε το παιδί της, αντιμετώπισε το χαμό του με αξιοπρέπεια, στη διάρκεια της δίκης είναι περισσότερο ψύχραιμη από όσο θα μπορούσα να φανταστώ. Η περίπτωσή της δεν είναι συνηθισμένη. Πιο συνηθισμένη είναι η άλλη μάνα, η μάνα του κατηγορούμενου. Αυτή που καταθέτει πως έχει ένα παιδί που δεν το γνωρίζει, που το βλέπει να δικάζεται και εξακολουθεί να μην το καταλαβαίνει, που νιώθει πως δεν επικοινωνεί μαζί της, παρόλο που αυτή είναι πρόθυμη να δικαστεί για χάρη του μαζί του. Σαν την άλλη μάνα υπάρχουν χιλιάδες μάνες δυστυχώς…