Είναι δύσκολο να γράψει κανείς κάτι για τον Κώστα Σημίτη με το είδος της αποστασιοποίησης που χρειάζεται για ένα αντίο σε ένα πολιτικό. Ο Σημίτης είναι μια μοναδική περίπτωση: προκαλούσε πάθη χωρίς να το επιδιώκει, όπως άλλοι κι άλλοι πολιτικοί. Δεν επένδυσε ποτέ άλλωστε στην λαϊκή αποδοχή που δημιουργεί και συνθήκες προστασίας της όποιας υστεροφημίας: όταν την δεκαετία του ΄80 το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις πολιτικές αναμετρήσεις ποντάροντας στο λαϊκό ρεύμα, που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δημιουργήσει, αυτός δεν ήταν καν υποψήφιος βουλευτής παρόλο που ήταν εκ των ιδρυτών του κινήματος. Δεν ήθελε να κοροϊδεύει τον κόσμο με λαϊκίστικες κορώνες για την «ΕΟΚ των μονοπωλίων», όταν αυτός πίστευε σταθερά πως η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ήταν η μόνη της ελπίδα για πρόοδο - και είχε κάτσει στην άκρη. Βέβαια ο Αντρέας που ήξερε πως ο μεθοδικός Σημίτης ήταν από τα λαμπρότερα στελέχη του κόμματος τον έκανε Υπουργό Γεωργίας αρχικά και Υπουργό Οικονομικών αργότερα. Διότι δεν διαφωνούσε μαζί του για την ανάγκη του εκσυγχρονισμού της χώρας. Απλά ήξερε πως στην Ελλάδα η ειλικρίνεια για ένα πολιτικό, είναι πρόβλημα. Η χώρα αγαπούσε πάντα τα συναισθηματικά παραμύθια και το πολιτικό μελό. Ο Σημίτης καθόλου.
Τι δεν ήταν
Ο Σημίτης είναι μια σπάνια ελληνική περίπτωση. Καλά καλά δεν έμοιαζε Ελληνας πολιτικός. Δεν διαφήμισε ποτέ του την αντιστασιακή του δράση στα χρόνια της δικτατορίας. Δεν χόρευε τσάμικα και ζεϊμπέκικα και δεν μιλούσε για το παλιό ελληνικό μεγαλείο. Δεν ήταν από πολιτικό τζάκι. Δεν αγαπούσε το «μπαλκόνι», αλλά ούτε και τις κοινοβουλευτικές «κορώνες». Δεν ήταν χαρισματικός ρήτορας και δεν έλεγε χωρατά. Δεν κολάκευε τους ψηφοφόρους του, χωρίς όμως και να τους αγνοεί: προτιμούσε σε αυτούς να απευθύνεται. Δεν ήταν ο τύπος του σκληρού μεταρρυθμιστή: αν ήταν, δεν θα είχε πάρει πίσω το ασφαλιστικό και μάλλον θα είχε γλυτώσει την χώρα από πολλές από τις οδύνες της οικονομικής κρίσης που ήρθε και γιατί όταν αυτός έφυγε δεν υπήρχε λογιστής να τον αντικαταστήσει. Ο Σημίτης δεν ήταν φραξιονιστής και μηχανορράφος και δεν έκανε καν ένα πολιτικό κόμμα, όπως τόσοι και τόσοι, όταν τον διέγραψε από το ΠΑΣΟΚ ο ευεργετημένος από αυτόν Γιώργος Παπανδρέου: έμεινε ήρεμα εκτός του και σε αυτό επιστρέψει. Δεν έμεινε επίσης άλαλος όταν έφυγε από την κεντρική πολιτική σκηνή, δημιουργώντας μυστήρια και μιλώντας μέσω τρίτων. Δεν επεδίωξε αξιώματα όπως πχ η Προεδρεία της Δημοκρατίας. Δεν έπαιξε ποτέ τον ρόλο της εθνικής Κασσάνδρας, προειδοποιώντας για δεινά που έρχονται επειδή δεν τον ακούν, μολονότι οι παρεμβάσεις του, ειδικά για τα ζητήματα της οικονομίας, ήταν προ κρίσης συχνές και τεκμηριωμένες. Είναι εύκολο να πεις τι δεν ήταν ο Σημίτης. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον εξηγήσεις. Κι ακόμα πιο δύσκολο να κάνεις κατανοητό πως αυτός ο ευγενής άνθρωπος που πέρασε την ζωή του στο πλάι της κυρίας Δάφνης προκάλεσε τέτοια πάθη, που καταγράφτηκαν ακόμα κι αυτές τις ημέρες, πριν καν γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία.
Απειλή για μια τέχνη
Η σπανιότητα του Σημίτη δεν έχει να κάνει με την κατάρτισή του: καθηγητές υπήρξαν στην πολιτική πολλοί και θα υπάρξουν κι άλλοι. Το σπάνιο στην περίπτωσή του έχει να κάνει με την μεθοδικότητα του, αλλά και με την ικανότητα του να διοικήσει μια χώρα στην πολιτική σκηνή της οποίας δεν φαινόταν να έχει θέση. Το 1982 ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι ο Κώστας Σημίτης θα ήταν ο διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου. Δέκα χρόνια αργότερα το μεγαλύτερο μέρος του ΠΑΣΟΚ έτρεμε στην ιδέα ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Όταν ο Σημίτης έγινε πρωθυπουργός – κι αργότερα κι αρχηγός του κόμματος – ήταν ευκολότερο να δεις τους εντός του ΠΑΣΟΚ εχθρούς του παρά τους φίλους του. Δεν είχε επίσης το παραμικρό δεκανίκι από άλλους πολιτικούς χώρους για να κάνει πράξη τον εκσυγχρονισμό που η χώρα είχε ανάγκη - κι έχει ακόμα. Από την Αριστερά υπήρξε πάντα ακατανόητος: η πολιτική του σκέψη ξεπερνούσε τους διαχωρισμούς εντός των οποίων η Αριστερά (κι όχι μόνο η ελληνική…) αποκτά υπόσταση. Το κέντρο είχε διαλυθεί προ πολλού, χτυπημένο από την καταιγίδα του ριζοσπαστισμού του Ανδρέα Παπανδρέου. Πεφωτισμένη Δεξιά, που έχει ως καμάρι της την μετά το 1970 ευρωπαϊκή μεταστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και θα μπορούσε να δει στον εκσυγχρονισμό του Σημίτη κάποιου είδους συγγένεια, απλά στην Ελλάδα δεν υπήρχε – αμφιβάλω αν υπήρξε και ποτέ. Ο Σημίτης δεν είχε πιστούς, δεν είχε ακόλουθους και δεν θα έπρεπε να έχει και ψηφοφόρους διότι δεν έλεγε όσα ενθουσίαζαν τα πλήθη. Όταν κυβέρνησε το έκανε έχοντας απέναντί του το μισό κόμμα του κι έχοντας να αναμετρηθεί με μια λαϊκίστικη αντιπολίτευση οι εκπρόσωποι της οποίας διαδήλωναν με παππάδες και έκλαιγαν για τον Οτσαλάν που σήμερα υμνεί τον Ερτογάν. Κι όμως ο Σημίτης βρήκε αποδοχή. Αυτό κυρίως δεν του συγχωρέθηκε ποτέ. Πατριδοκάπηλοι, επαγγελματίες κόλακες του λαού, τηλεορασάκηδες που γρύλιζαν και πολιτικάντηδες που ονειρεύονταν να εξασφαλίσουν ακριβοπληρωμένες δημοφιλίες μοιράζοντας λεφτά (γιατί λεφτά των άλλων πάντα υπάρχουν…), είδαν στο πρόσωπό του ανθρώπου με το μπλοκάκι μια απειλή για την τέχνη τους.
Τι θα γινόταν χωρίς αυτόν
Ο Σημίτης, που πρόβαλε το εκσυγχρονιστικό του όραμα σε μια χώρα που αγαπάει το παράπονο στην φράση «εδώ και τώρα», υπήρξε ο απόλυτος εκφραστής μιας επιτυχίας που δεν έπρεπε να έχει υπάρξει. Υπήρξε ο πρωθυπουργός που έπιανε στόχους, σε μια χώρα που και το να βάζεις στόχους είναι κατακριτέο, καθώς πολιτική σημαίνει να μοιράζεις υποσχέσεις, να κατηγορείς, να παριστάνεις το παιδί «που καταλαβαίνει τον κόσμο». Οσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο απίθανο μου μοιάζει πως ο συγκεκριμένος πολιτικός τα κατάφερε. Όχι να κυβερνήσει. Αλλά να μας δείξει πως υπάρχει ένας άλλος τρόπος για να κάνεις πολιτική. Δηλαδή να κάνεις την χώρα σου καλύτερη.
Τις τελευταίες μέρες γράφτηκαν πολλά για τον Σημίτη. Ύμνοι και κατάρες, αποθεωτικά σχόλια και φριχτά κατηγορώ. Τον αποχαιρέτησαν με σεβασμό όσοι τον έζησαν, τον έβρισαν και μετά θάνατο τα τσιράκια της σύγχρονης ελληνικής επιχειρηματικότητας. Όλα προβλεπόμενα. Φεύγοντας στα 88 του χρόνια ο Σημίτης άφησε στους επικριτές του την ερώτηση ποια θα ήταν η Ελλάδα χωρίς την διακυβέρνηση του και τι ακριβώς θα είχε συμβεί, αν δεν υπήρχε η δική του οκταετία: σε αυτή την ερώτηση κανείς δεν τολμά να απαντήσει. Θα ήταν καλύτερη άραγε η χώρα αν την διοικούσε το τσοχατζοπουλικό ΠΑΣΟΚ ή αν η ΝΔ που την οδήγησε στην αστακομακαρονάδα και στην χρεοκοπία αναλάμβανε την διακυβέρνηση γρηγορότερα; Θα ήταν καλύτερη η Ελλάδα χωρίς τα μεγάλα έργα της εποχής του Σημίτη, που ολοκληρώθηκαν γιατί αυτός και μόνο κατάλαβε πως η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων βοηθούσε καταλυτικά ώστε να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα και να βγει η χώρα από το τέλμα μιας διαρκούς αναβλητικότητας; Εχασε η Ελλάδα γιατί η ίδια και η Κύπρος μπήκαν στην ΟΝΕ, γιατί απέκτησε επιτέλους ένα κανονικό εθνικό αεροδρόμιο, γιατί η Αθήνα απέκτησε μετρό, γιατί έγινε η γέφυρα του Ρίου – Αντίριου, γιατί ξεκίνησε επί των ημερών του η σοβαρή αναβάθμιση του δικτύου των εθνικών οδών, γιατί δημιουργήθηκαν οι πρώτες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, γιατί με τα ΚΕΠ αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά το τέρας της γραφειοκρατίας; Καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε στην Ελλάδα να αποφύγει εθνικές τραγωδίες, όλοι όσοι την Ελλάδα την κυβέρνησαν ήταν υποχρεωμένοι να ζήσουν με την διαφθορά της κι αλίμονο σε όσους είχαν ατυχήματα στην βάρδια τους. Αλλά το ζητούμενο όταν κυβερνάς είναι να αφήνεις την χώρα σου καλύτερη: ο Σημίτης μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί πως με τα όποια λάθη του αυτό το έκανε.
Αποκλείεται να υπάρξει άλλος
Το πρόβλημα όσων δεν αντέχουν τον Σημίτη, δεν είναι τα πολλά που πέτυχε ο Σημίτης αλλά ότι τα πέτυχε ακολουθώντας ένα δρόμο προσωπικό, θυμίζοντας πάντα ότι ήταν ένα είδος εξαίρεσης. Πέτυχε σε μια χώρα που τις εξαιρέσεις έχει μάθει να τις μισεί γιατί δεν καταλαβαίνει πως προκύπτουν: ο λαός μας είναι δύσπιστος απέναντι σε όσους δεν του μοιάζουν.
Λένε ότι τον Σημίτη θα τον κρίνει η ιστορία κτλ κτλ. Η ιστορία στην Ελλάδα είναι συνήθως μια σειρά από χαριτωμένες συναισθηματικές αποτιμήσεις που προορίζονται για ανθρώπους που θέλουν να ακούν για εθνικά μεγαλεία, φωτεινές ηγεσίες, προδοσίες κτλ κτλ. Ο Σημίτης αγαπούσε να επαναλαμβάνει ότι οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες. Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος ιστορικός να αναδείξει το περιεχόμενο του μοναδικού ρεαλισμού του. Η έστω να απαντήσει στην ερώτηση τι δουλειά είχε ο Σημίτης σε μια χώρα που σαν αυτόν αποκλείεται να υπάρξει άλλος…