Κέρδισε τον τίτλο της Σταρ Ελλάς το 1959, και πιθανότατα υπήρξε η μία και μοναδική ελληνίδα Σταρ Ελλάς στην ιστορία: τον τίτλο της τον απέδωσε η χώρα συνολικά, θεωρώντας την για δεκαετίες την πιο όμορφη – σίγουρα την περισσότερο ποθητή. Η Αλίκη Βουγιακλάκη, με την επιτηδευμένη της τσαχπινιά δημιουργούσε ρέπλικες που υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Η Τζένη Καρέζη με την λιτή και απέριττη ομορφιά της, κρατούσε τους πάντες σε απόσταση – με μια παράξενη αυστηρότητα δεν σου επέτρεπε επιθυμίες και πόθους. Η Αλίκη ήταν μια αιώνια παιδούλα, που τίναζε τα μαλλιά της με σκέρτσο, δεν μεγάλωσε ποτέ και άρεσε σε όσους νοσταλγούσαν τα χρόνια που πήγαιναν στο Λύκειο. Η Τζένη έμοιαζε πιτσιρίκα να μην έχει υπάρξει ποτέ: ήταν το είδωλο των κοριτσιών, που βιάζονται να μεγαλώσουν και που τους άντρες κομμάτι τους ανταγωνίζονται για να τους προκαλούν. Η Ζωή Λάσκαρη σε σχέση με αυτές τις δυο ήταν η απόλυτη γυναίκα, μια γυναίκα αληθινή πολυτέλεια – ένα θηλυκό από αυτά που σου παίρνουν το μυαλό, και σε κάνουν να μετράς τις μέρες της ζωή σου, αλλιώς από τη μέρα που τις γνωρίζεις. Η Λάσκαρη μπορούσε να είναι «Ζωίτσα» και «Ζωή» ανάλογα με την περίσταση. Χαμογελαστή, λαμπερή και με αυτή την παράξενη ειρωνεία για τον εαυτό τους, που κουβαλάνε οι ωραίες και σε μια άλλη στιγμή θλιμμένη, εσωστρεφής, παράξενα καταπιεσμένη από την ίδια την ομορφιά της. Αλλά σε κάθε περίσταση ποθητή όσο καμία: το είδος της γυναίκας που κάνεις αποστολή της ζωής σου το να τρέχεις πίσω της.
Ο τυχερός ακάλεστος
Δεν έκανε μεγάλες ταινίες, δεν τις είχε ανάγκη: τις καταπλάκωνε άλλωστε με την σεξουαλικότητα της – η παρουσία της τις μετέτρεπε σε απλή ευχάριστη και σπάνια αφορμή για να την δεις. Οι ταινίες της Λάσκαρη ήταν απλά η ευκαιρία για να βγεις μαζί της – κανείς δεν θυμάται τον τόπο των ραντεβού, όταν βγαίνει με μια κούκλα καθώς τίποτα δεν έχει ποτέ σημασία μπροστά της. Η Λάσκαρη ισοπέδωνε με την πολυτέλεια της ομορφιάς της: ήταν αυτή και όλοι οι άλλοι απέναντι. Τα δράματά της και οι κωμωδίες της ήταν απλές αφορμές για να γίνει ο θεατής ο ηδονοβλεψίας που παρακολουθούσε, ως τυχερός ακάλεστος, την ίδια και την μεγάλη της σχέση, δηλαδή τον κινηματογραφικό φακό, που από γυναίκες ξέρει και δεν κάνει ποτέ λάθος. Ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο άνθρωπος πίσω από τις μεγάλες της κινηματογραφικές επιτυχίες, ανέδειξε το λάγνο βλέμμα της, σε άφηνε να φαντάζεσαι το κορμί της δίνοντας σου, όπως η εποχή επέτρεπε, μόνο το ελάχιστο, ώστε να πλάσεις τη δικιά σου Ζωή: αρκούσε μια γυμνή πλάτη, η θέα του σουτιέν, τα πόδια. Η Σταρ Ελλάς με το σχεδόν αψεγάδιαστο κορμί, το αρμονικό πρόσωπο και τα όμορφα μάτια, είχε και μια από τις πιο παράξενα σεξουαλικές φωνές που θυμάμαι στον ελληνικό κινηματογράφο. Μιλούσε πάντα κοφτά, λίγο βιαστικά, σχεδόν απότομα, σχεδόν πάντα με μικρές εκφράσεις, ώστε να μην υποχρεώνεσαι ποτέ να πάρεις από πάνω της τα μάτια σου: δεν άλλαζε φωνές για να κάνει την παιδούλα, δεν σήκωνε τον τόνο σχεδόν ποτέ, ακόμα κι όταν φώναζε τα θρυλικά «άφησε με». Κανείς δεν θυμάται τους κινηματογραφικούς μονολόγους της: την κοιτούσες κι έλεγες «πες ό,τι θες». Ησουν επίσης βέβαιος ότι όσο μέτριες κι αν ήταν οι ταινίες της, τα πάθη που σε αυτές προκαλούσε στους άντρες ήταν όλα αληθινά – ίσως τα πιο αληθινά πάθη που έχουμε δει στο παλιό ελληνικό σινεμά. Η τρέλα που προκαλούσε στον Σπύρο Καλογήρου στην «Στεφανία» ήταν ωμά ρεαλιστική: κανείς σχεδόν από αυτή την τρέλα δεν θα μπορούσε να γλυτώσει. Και ναι, δεν χωράει αμφιβολία πως όλοι θα ξύριζαν το μουστάκι για χάρη της: στον Φαίδωνα Γεωργίτση δείξαμε όλοι κατανόηση, ακόμα κι αν αρχικά γελάσαμε. Για όλους μας αυτή ήταν «η ξανθιά παναγιά» για την οποία τραγουδούσε ο Τόλης Βοσκόπουλος, κι ας υπάρχει η υποψία πως αυτό το τραγούδι δεν το είπε για αυτή: το είπαμε εμείς για δαύτη κι αυτό είναι που μετράει. Κι αν στα δράματα που πρωταγωνίστησε το μεγάλο θύμα ήταν σχεδόν πάντα η ίδια, οι περιπέτειες της δεν προκαλούσαν κανένα οίκτο: τα θύματα ήμασταν εμείς, που λειώναμε μπροστά στην αυτοκαταστροφική γοητεία της.
Εκοβε την ανάσα
Η Ζωή Λάσκαρη έκανε σημαντικά πράγματα στο θέατρο το οποίο αγάπησε πολύ αργότερα: διάλεξε μεγάλα έργα, έκανε ακριβές παραγωγές, συνεργάστηκε με σπουδαίους θεατρικούς συνθέτες, αλλά για μας, για όλους μας, ήταν πάντα η σεξοβόμβα των ταινιών του Φίνου, η ελληνίδα που έκανε γενιές και γενιές ανδρών να καταλάβουν τι μαγικό πράγμα είναι η γυναίκα. Χωρίς ποτέ να έχει πατενταριστεί ως λαϊκό κορίτσι η Λάσκαρη υπήρξε το κορίτσι του λαού – η, για δεκαετίες, αυτόματη και χωρίς σκέψη απάντηση του έλληνα άντρα στην ερώτηση «ποια είναι η πιο όμορφη ελληνίδα». Πιθανότατα υπήρξαν ωραιότερες και στα χρόνια που η ίδια κινηματογραφικά μεγαλουργούσε, αλλά η Ζωή έκοβε τόσο πολύ την ανάσα, που δεν άφηνε σε κανένα τη δυνατότητα της αξιολόγησης: ήταν έργο Τέχνης και μάλιστα μοναδικό, αφού καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιός δεν ήταν δυνατόν να παίξει τους ρόλους της. Αυτό συνέβη κυρίως γιατί στο σινεμά των παραμυθιών και των πόθων του μάστορα Φίνου η Ζωή έπαιζε πάντα τον ίδιο ρόλο – και το έκανε για να μην σταματάμε να την κεντράρουμε με το βλέμμα μας, το οποίο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αιχμαλώτισε: μας υπέβαλε στην διαδικασία να έχουμε μια σχέση μαζί της κι όχι απλά να την παρακολουθούμε γιατί μας διασκεδάζει – δεν την βλέπαμε, την θέλαμε. Ακόμα και η θρυλική γυμνή της φωτογράφιση στο Playboy, με το αποθεωτικό κείμενο του Γιώργου Λιάνη, ήταν ένα ραντεβού με τους θαυμαστές της – όπως και οι ταινίες της. Ο καθένας μπορούσε να φαντασιώνει μια Ζωή δική του – ακόμα και γνωρίζοντας πως μια τέτοια δεν θα μπορούσε να έχει ποτέ. Το τι έχεις δεν έχει πάντα σημασία: η μόνη Ζωή, που ήταν ακριβώς όπως θα την ήθελες, ήταν η Λάσκαρη.
Μόνο μια
Λένε ότι πέθανε ξαφνικά – δεν το πιστεύω ότι πέθανε: είναι κι αυτό ένα από τα τρικ που κάνουν οι όμορφες για να τραβήξουν την προσοχή μας. Η Ζωή είναι μια θεά των παράξενων εσωτερικών αισθήσεων και ως τέτοια θα ζει για πάντα. Καμία ελληνίδα ποτέ δεν θα την σβήσει από το φαντασιακό μας υποσυνείδητο, καμία δεν θα γίνει η αυτόματη απάντηση στο ποια ελληνίδα είναι η ωραιότερη. Καμία ποτέ δεν θα μας κάνει να πιστέψουμε πως μας κοιτάζει στα μάτια έτοιμη να μοιραστεί μαζί μας τα μυστικά της. Η Ζωή που θέλαμε όλοι θα είναι πάντα μόνο μια. Αυτή.