Λένε πολλές φορές ότι βγαίνουν καλές ταινίες που το κοινό δεν τις βλέπει γιατί δεν τυγχάνουν της καλύτερης διαφήμισης: ο κόσμος διστάζει, λένε, να τις δει και δεν τις βλέπει γιατί δεν εμπιστεύεται το γούστο των κριτικών που τις προτείνουν ή γιατί το θέμα τους μοιάζει αδιάφορο κτλ κτλ. Εγώ πάλι λέω πως ότι είναι αληθινά ενδιαφέρον ένας κόσμος θα το δει γιατί τίποτα δεν λειτουργεί καλύτερα από την διαφήμιση που βασίζεται στα καλά λόγια όσων ταινίες βλέπουν. Τρανό παράδειγμα το «Νοσφεράτου», που στις αθηναϊκές αίθουσες ξεπέρασε τα 100 χιλιάδες εισιτήρια παρά το ειδικό του θέμα. Και πώς να μην κόψει εισιτήρια όταν το είδα μέχρι κι εγώ. Που μετά το «Φάρο» είχα ορκιστεί να μην ξαναπατήσω το πόδι μου να δω ταινία του Ρόμπερτ Εγκερς.
Ούτε που θα πήγαινα
Θα σας εξομολογηθώ κάτι: ακόμα δεν ξέρω ποιο είναι το είδος των ταινιών που αγαπάω, ξέρω όμως το είδος του σινεμά που σιχαίνομαι – πράγμα που με έχει προστατέψει από πολλά. Πάνω από όλα αντιπαθώ την στιλιστική επίδειξη – όχι το στιλ, το στιλ, δηλαδή ο ιδιαίτερος τρόπος αφήγησης πάντα μου άρεσε. Αλλά η επίδειξη είναι κανονική παιδική δημιουργική ασθένεια και την συναντώ όλο και πιο πολύ παντού: και στο θέατρο και στην λογοτεχνία ακόμα και στο τραγούδι. Στο σινεμά όμως μου είναι αφόρητη γιατί συνήθως είναι ο φερετζές της ανικανότητας να αφηγηθείς μια ιστορία. Όταν αυτή μου προκύπτει βλέπω στο πρόσωπο του σκηνοθέτη ένα παιδάκι που παίζει με το νέο του παιγνίδι που λέγεται σινεμά. Πειράζει τα φώτα, αφήνει τους ηθοποιούς να παριστάνουν τους Λόρενς Ολίβιε, στήνει σκηνές συχνά ακατανόητες μόνο γιατί η κάμερα και το μοντάζ το επιτρέπουν. Το παιδάκι μπορεί να παίζει και να χαίρεται αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα – άσε που νομίζω πως ένα παιδάκι που δεν είναι παιδάκι με κοροϊδεύει κιόλας όταν αυτά τα κάνει. Για τον ναρκισσισμό και την ματαιοδοξία του καθενός δεν έχω ευθύνη –ας τα βρει με τον ψυχολόγο του ή ας γελάει με τους άλλους.
Κάπως έτσι είχα αισθανθεί με τον Φάρο που είχε ενθουσιάσει κάποιους κριτικούς και κάποιο κοινό. Δεν είχα δει καμία αφηγηματική τέχνη, αλλά μόνο πολύ εφετσίδικη και άψυχη εικόνα. Ηθελα να φύγω από το πρώτο εικοσάλεπτο καθώς όλα μου φαίνονταν η τέχνη μια απάτης: έμεινα μέχρι το τέλος ώστε να έχω όλους τους λόγους για να μην ξαναπατήσω σε ταινία του Εγκερς. Και γιατί πήγα στο Νοσφεράτου; Γιατί μου το σύστησαν πολλοί – και δεν γίνεται να κάνουν λάθος όλοι. Κι αν γράφω για αυτό είναι γιατί κάθε άνθρωπος αξίζει και μια δεύτερη και μια τρίτη ευκαιρία: πόσο μάλλον όταν από σκηνοθεσία ξέρει – ο ναρκισσισμός είναι το πρόβλημα. Κι ο Ενγκερς εδώ τον αφήνει στην άκρη. Γιατί; Γιατί η ιστορία που αναλαμβάνει να διηγηθεί είναι από μόνη της πολύ βαριά και πρέπει το βάρος της να το σηκώσει χωρίς να κάνει πολλές φιγούρες. Και ο άτιμος τα καταφέρνει πολύ καλά.
Δυο βαμπίρ χωρίς καμία σχέση
Ο Νοσφεράτου είναι μια βαριά ιστορία: πολύ πιο βαριά από αυτή του Κόμη Δράκουλα στην οποία ο Μουρνάου που μας τον σύστησε βασίστηκε. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δυο βαμπίρ. Και τα δυο αποτελούν εικόνες που προκύπτουν στο σύμπαν της γυναικείας σεξουαλικότητας – υπάρχει πίσω τους αρκετός φροϊδισμός. Αλλά αν ο Δράκουλας είναι ο ωραίος πρίγκιπας στον οποίο καμία γυναίκα δεν μπορεί να αντισταθεί, ο Νοσφεράτου είναι το κάθαρμα που θέλει την ωραιότερη για να αποδείξει πως μπορεί τα πάντα. Ο Δράκουλας είναι παράλληλα μια ιστορία αντρικής ζήλειας: θέλουν να τον βγάλουν από την μέση όσοι χάνουν από αυτόν τα κορίτσια τους. Ο Νοσφεράτου είναι μια μυστήρια ερωτική ιστορία όπου οι υπόλοιποι είναι απλά παρατηρητές: αφορά το τέρας και την πεντάμορφη, την σχέση τους και τον πόνο της που είναι αμφίδρομος. Ο Δράκουλας δεν υποφέρει από κανένα πάθος: είναι ένα πάθος. Ο Νοσφεράτου πνίγεται από αυτό ενώ το αρνείται – και το πληρώνει. Ο Εγκερς, παρά τις υπερβολές που δεν θα μπορούσαν να λείπουν γιατί ο τύπος είναι βιρτουόζος, το διηγείται σχεδόν άψογα.
Κανονικό σινεμά
Η επιτυχία του Νοσφεράτου μου έδωσε ένα μικρό μάθημα: με έκανε να καταλάβω πως υπάρχουν σκηνοθέτες που βολεύονται περισσότερο με τα μεγάλα από όσο με τα μικρά. Ο Εγκερς μοιάζει φτιαγμένος για να δημιουργεί cult ταινίες – κάτι τέτοιο ήταν ο «Φάρος». Εχει άποψη, τρόπους, παρανοϊκές και άλλες ιδέες, όρεξη για να καταπλήξει. Αλλά όλα αυτά στο «Φάρο» τον οδήγησαν στο να κάνει κάτι τελείως άψυχο, βαρετό μέσα στην περιπλοκότητα του, εν τέλει σχηματικό και ματαιόδοξο. Ενώ ο Νοσφεράτου είναι μια μεγάλη παραγωγή, ακριβή σίγουρα - κι αυτό φαίνεται πως τον ελευθέρωσε από την υποχρέωση του να μας δείξει πόσο δημιουργός είναι και τον έβαλε στην ανάγκη να αποδείξει πως την εμπιστοσύνη των παραγωγών την αξίζει. Στο Νοσφεράτου η φωτογραφία εξυπηρετεί την αφήγηση: αλλάζει ανάλογα με τα μέρη της ταινίας για να σε παρασύρει στον κόσμο της. Οι ηθοποιοί έχουν υπόσταση κι ας μιλάμε για ταινία του φανταστικού. Οι κομπάρσοι απαιτούν διεύθυνση. Οι σκηνές δεν πολύπλοκες, είναι απλά χορταστικές. Και το παιγνίδι των σκιών είναι κανονικό σινεμά – όχι εφετζίδικο. Ο Εγκερς σκέφτεται τις λεπτομέρειες: δεν δημιουργεί λεπτομέρειες για να του πει κανείς «μπράβο». Το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα ταινία με ανάλογο περιεχόμενο που είχα να δω από τον καιρό που ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μας έδωσε τον Δράκουλα του. Τώρα διαβάζω πως ο Ενγκερς θα ασχοληθεί με τον Λυκάνθρωπο, και πως στην συνέχεια θέλει να μας δώσει μια εκδοχή του «Λαβύρινθου» που όσοι είδαμε στα μακρινά 80’s δεν τον ξεχάσαμε. Πριν δω τον μπαρόκ αλλά με ζωντάνια Νοσφεράτου αυτά δεν θα με απασχολούσαν καθόλου. Τώρα λεω δεν μπορώ να περιμένω. Ξέρω ότι μπορεί πάλι να παίξει κομμάτι με τα νεύρα μου. Του παραχωρώ το δικαίωμα…