Δυο ολότελα διαφορετικές ιστορίες τράβηξαν την προσοχή μου αυτές τις μέρες. Από τη μια συγκινήθηκα διαβάζοντας ότι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 χρόνων ο Νίκος Δεληγιώργης, εκδότης, δηλαδή δημιουργός, πολλών εικονογραφημένων περιοδικών που σημάδεψαν μια γενιά, ο άνθρωπος που χάρη σε αυτόν τα αγοράκια γνωρίσαμε τους ήρωες του Αγόρι, του Τρουένο, του Γκολ και της Βαβούρας και τα κοριτσάκια τη Μανίνα, την Πάτυ και άλλα πολλά. Από την άλλη γέλασα βλέποντας πως χάρη στον αναπληρωματικό της τερματοφύλακα η Αυστραλία προκρίθηκε για τα τελικά του μουντιάλ του Κατάρ. Είναι άσχετα αυτά μεταξύ τους; Καθόλου.
Χορεύοντας στη γραμμή
Η ιστορία του τερματοφύλακα της Εθνικής Αυστραλίας (και της ομάδας του Σίδνεϊ) Αντριου Ρέντμέϊν είναι υπέροχη. Ο 33χρονος Ρέντμεϊν χάρισε στην Αυστραλία μια περιπετειώδης πρόκριση για το μουντιάλ του Κατάρ πιάνοντας στο μπαράζ με το Περού το κρίσιμο έκτο πέναλτι του λατινοαμερικάνου Βαλέρα. Ολο αυτό θα ήταν κάτι μάλλον συνηθισμένο αν ο Αυστραλός τερματοφύλακας δεν είχε μπει στο ματς ειδικά για την διαδικασία των πέναλτι, αντικαθιστώντας τον βασικό Mάθιου Ράιαν – που είναι μια χαρά τερματοφύλακας και αγωνίζεται στην ισπανική Ρεάλ Σοσιεδάδ. Ο Ρέντμεϊν είναι σπεσιαλίστας στις αποκρούσεις πέναλτι από πέρυσι! Στα 32 του άρχισε να αποκρούει πέναλτι στο πρωτάθλημα της Αυστραλίας (αυτό είναι το τέταρτο που πιάνει φέτος) γιατί έχει αναπτύξει μια τεχνική αποπροσανατολισμού του αντίπαλου. Ο τύπος κάνει κάτι απλό: χορεύει πάνω στην γραμμή του τέρματος! Ισχυρίζεται μάλιστα πως αυτή την διαδικασία (που εκτός από χορευτικά προβλέπει και γκριμάτσες) την τελειοποίησε παίζοντας με την κόρη του που δεν είναι καλά καλά τριών χρόνων.
Γελάς με την ψυχή σου
Οποιος δει το σχετικό βίντεο θα γελάσει με την ψυχή του και δεν μπορεί παρά να ελπίζει πως θα δει τον εν λόγω άγνωστο τερματοφύλακα επί τω έργω και στο παγκόσμιο κύπελλο. Οι Αυστραλοί στο Κατάρ βρίσκονται στο ίδιο γκρουπ με τους Τυνήσιους, τους Δανούς και τους Γάλλους. Δύσκολα θα διακριθούν αλλά ας κάνουν τουλάχιστον κανένα πέναλτι, μπας και δούμε τον Ρέντμεϊν να σηκώνεται από τον πάγκο και να το αποκρούει χορεύοντας! Θέλω να πως υπό κανονικές συνθήκες, όταν μιλάμε για ένα μπαράζ ανάμεσα στην Αυστραλία και στο Περού, κανονικά τα περίεργα κόλπα δεν έπρεπε να τα έκανε ο Αυστραλός, αλλά ο Περουβιανός τερματοφύλακας – γεγονός που θα ήταν πιο ταιριαστό με τη φαντασία μας. Αλλά τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Δεληγιώργης δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό: διότι η ιστορία του Ρέιντμαν θα μπορούσε να είναι ιστορία σε συνέχειες στο περιοδικό Αγόρι ή έστω αυτοτελής ιστορία στο Τρουένο. Με τίτλο ο «τερματοφύλακας χορευτής» ή κάτι τέτοιο.
Εκτίμηση για δυο λόγους
Πάντα είχα σε τρομακτική εκτίμηση τους εκδότες των εικονογραφημένων περιοδικών όπως το Αγόρι κι όχι μόνο γιατί με αυτά μεγάλωσα. Τους εκτιμούσα για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί το επιχειρηματικό ρίσκο τους ήταν τεράστιο. Ο δεύτερος γιατί τα περιοδικά αυτά ήταν ένα αληθινό παράθυρο στην δυτικοευρωπαϊκή ποπ κουλτούρα σε μια χώρα και σε χρόνια που αυτή θεωρούταν ύποπτη – ευτυχώς που δεν τελούσε και υπό διωγμό. Σήμερα είναι εύκολο να συζητάμε για τον Ρόι των Ρόβερς ή τον Δικαστή Ντρεντ με νοσταλγική γλύκα. Την περίοδο που τα περιοδικά αυτά εμφανίστηκαν οι ιστορίες που σε αυτά υπήρχαν ήταν μόνο «κακό παράδειγμα για τη νεολαία». Τα αθώα αυτά περιοδικά είχαν εναντίον τους όλο τον κόσμο. Την εκκλησία που δεν έβλεπε τίποτα καλό και διδακτικό. Τους δασκάλους και τους καθηγητές μας που ήθελαν να διαβάζουμε μόνο τα Κλασσικά Εικονογραφημένα (και αν). Την Αριστερά που έβλεπε σε αυτά ιστορίες ξενόφερτες που δεν δημιουργούσαν κουλτούρα επαναστατικής διεκδίκησης. Τη Δεξιά που τα θεωρούσε ξενόφερτα. Τους γονείς μας κυρίως. Που δεν καταλάβαιναν τον Δικαστή Ντρεντ, αγνοούσαν το ποδοσφαιράκι του Μάικ, δεν έμαθαν ποτέ ποιος ήταν το Παιδί Πάνθηρας, θα προτιμούσαν να διαβάζαμε λογοτεχνεία αντί για τη Φωνή, ή τον Κατάσκοπο, ή τον Σαμποτέρ.
Τα διαβάζαμε κρυφά
Δεν θυμάμαι κανένα φίλο ή συμμαθητή μου που στο σπίτι του οι γονείς του τον ενθάρυναν να διαβάζει το Μπλεκ ή το Αγόρι. Οι πιο τυχεροί είχαν τη δυνατότητα να τα διαβάζουν ως αντάλλαγμα για τους καλούς τους βαθμούς. Οι πιο πολλοί τα αγοράζαμε μετά από συνωμοτικές συμφωνίες με τους περιπτεράδες που μας τα κρατούσαν, τα βάζαμε στο σπίτι περνώντας τα κρυφά (τα κρύβαμε πχ στη φόδρα του μπουφάν) και τα τοποθετούσαμε προσεχτικά κάτω από τα στρώματα. Τα διαβάζαμε γιατί τα βάζαμε μέσα στα τεράστια βιβλία ιστορίας που μας επέτρεπαν να τα κρύβουμε. Μόνο το καλοκαίρι βγαίνανε από την παρανομία – τότε μπορούσαμε να τα χαρούμε μαζί με διάφορα άλλα αμιγώς καλοκαιρινά όπως τα Τιραμόλα και τα Σεραφίνο πχ. Η τα Λούκι Λουκ και τα Αστερίξ που ήταν εκδόσεις πολυτελείας τους καιρούς εκείνους.
Πριν από όλα
Δεν τον γνώριζα τον Νίκο Δεληγιώργη, ο γιός του Αλέξανδρος τον αποχαιρέτησε εκ μέρους όλων μας γράφοντας ότι «άφησε παρακαταθήκη τα περιοδικά του». Αν τον είχα γνωρίσει θα του έλεγα ένα ευχαριστώ γιατί κι αυτός και ο Στέλιος Ανεμοδουρας μας μεγάλωσαν καλά. Χάρη στην τρέλα τους να εκδώσουν και να υποστηρίξουν εικονογραφημένα περιοδικά που κανείς δεν περίμενε πως θα κάνουν τέτοια σουξέ, μεγάλωσαν την πρώτη ίσως μεταπολεμική γενιά που απαλλάχτηκε γρήγορα από κάμποσα εθνικά βαρίδια και έμαθε χάρη στα περιοδικά αυτά να μην φοβάται τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε ιστορία που σε αυτά τα περιοδικά έκανε επιτυχία σημάδεψε την αισθητική μας και μας έμαθε να ψάχνουμε τα ωραία της ζωής. Οι ιστορίες αυτών των περιοδικών μας έμαθαν να αγαπάμε το ποδόσφαιρο, την επιστημονική φαντασία, ακόμα και την ιστορία. Μας έμαθαν να λαχταράμε το πότε θα οδηγήσουμε αυτοκίνητα, απενοχοποίησαν την αγάπη μας για την περιπέτεια, μας βοήθησαν να καταλάβουμε τα κορίτσια (όσο γίνεται…) μας γνώρισαν ένα κόσμο στον οποίο δεν υπήρχαν μόνο και αποκλειστικά Ελληνες που μέχρι το δικό τους σουξέ ήταν οι μόνοι ήρωες που κυκλοφορούσαν είτε αντιμετωπίζοντας τους Γερμανούς, είτε τους Ινδιάνους, είτε τα θηρία της ζούγκλας. Αυτά τα περιοδικά ήταν που μας άνοιξαν παράθυρα που όλοι μας κρατούσαν κλειστά και που μας έκαναν να αγαπήσουμε ιστορίες από το εξωτερικό μεν, αλλά από ένα κόσμο στον οποίο νιώθαμε πως ανήκαμε. Το έκαναν πριν ακούσουμε ροκ, πριν μάθουμε το αμερικάνικο σινεμά, πριν καλα καλά πάμε στο γήπεδο!
Σε ένα από αυτά τα περιοδικά θα ήταν και η ιστορία του Ρέντμεϊν. Απλά δεν θα ήταν Αυστραλός. Θα έπαιζε μάλλον κάπου στην Αγγλία. Κι αφού θα έπιανε τα πέναλτι χορεύοντας μετά θα κέρδιζε και το παγκόσμιο κύπελλο γιατί θα ήταν ήρωας πραγματικός. Κι όχι σαν τους ψευτοστάρ του Σάουθγκέιτ που δέχτηκαν τέσσερα γκολ από την Ουγγαρία που δεν είχε τον Πούσκας…