Η ολοκλήρωση του Last Dance μεγάλωσε την αξία του: το ντοκιμαντέρ του ESPN έμοιαζε ένα κομψοτέχνημα σε όποιον είδε το πρώτο του επεισόδιο (έτσι το χαρακτήρισα πριν πέντε εβδομάδες) κι αποδείχτηκε ένα συναρπαστικό μάθημα πραγματικής τηλεόρασης μέχρι την ολοκλήρωσή του. Το χάρηκα όσο τίποτα τον τελευταίο καιρό. Και συγχρόνως κατέληξα στο συμπέρασμα πως και να ήταν δυνατόν να γίνει για ένα αθλητή ή προπονητή κάτι τέτοιο στην Ελλάδα (που δεν είναι…) καλύτερα να μην γίνει ποτέ.
Οι τρεις βεβαιότητες
Όταν η προβολή αυτού του έπους είχε ξεκινήσει είχα επισημάνει το συναρπαστικό της απόφασης της καταγραφής μιας ολόκληρης χρονιάς των Μπουλς από τους παραγωγούς του ΝΒΑ χωρίς να υπάρχει τίποτα το δεδομένο: η σεζόν, που κατέληξε με την κατάκτηση του πιο σκληρού από τα έξι συνολικά πρωταθλήματά τους, θα μπορούσε να έχει κλείσει με ένα πικρό αποκλεισμό από την Ιντιάνα π.χ – το αποτέλεσμα θα ήταν θεαματικό, αλλά όχι το ίδιο.
Κατάλαβα στην πορεία πως οι παραγωγοί είχαν τρεις βεβαιότητες πάνω στις οποίες θα στήριζαν την επιτυχία – βεβαιότητες που στηρίζονταν σε πολλά που ξεπερνούσαν νίκες και ήττες μιας σεζόν που λεπτομερώς κινηματογραφείται. Υπάρχει η προσωπικότητα του Τζόρνταν – μιλάμε για κάποιον που όπως λέει ο Μπάρακ Ομπάμα σημάδεψε την ποπ κουλτούρα παγκοσμίως. Επειτα υπάρχουν οι ιστορίες των συμπαικτών του – μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν να είναι θέμα ντοκιμαντέρ από μόνες τους. Πόσοι έχουν πατέρα επιστήμονα που εκτελέστηκε στο Λίβανο, όπως ο Κερ; Πόσοι έχουν την οικογένεια του Πίπεν ή την τρέλα του Ρόντμαν; Όλα αυτά ήταν γνωστά και τοποθετήθηκαν όπως έπρεπε για να δώσουν στο έπος έξτρα ώθηση. Τέλος υπάρχει κάτι που είναι τόσο αμερικάνικο που προκαλεί θαυμασμό: η διάθεση σχεδόν όλων να «τσαλακωθούν». Χωρίς αυτό το Last Dance θα ήταν λιγότερο εντυπωσιακό σίγουρα.
Το μεγάλο τσαλάκωμα
Περισσότερο κι από μεγάλα σουτ, κρίσιμα καλάθια, πιρουέτες με τη μπάλα και οδηγίες του Φιλ Τζάκσον αυτό που έμεινε σε όλους ήταν η σκληράδα του χώρου και η ένταση. Στο πέμπτο επεισόδιο της σειράς ο Τζόρνταν διηγείται πως αυτός και κάποιοι διάσημοι συμπαίκτες του έκοψαν από την dream team το 1992 τον τεράστιο παίκτη αλλά και απερίγραπτα αντιπαθητικό Αϊζάια Τόμας. Στο ίδιο επεισόδιο αυτός και ο Πίπεν παραδέχονται πως αποφάσισαν να «σκοτώσουν» στο ξύλο τον νεαρό Τόνι Κούκοτς, αστέρι της Κροατίας, για να του δείξουν πως δεν κάνει για το ΝΒΑ. Στο επόμενο επεισόδιο ο Τζόρνταν μιλά ανοιχτά για τα προβλήματα που είχε με τον τζόγο – αρνείται, όμως, ότι ήταν εθισμένος. Στο ίδιο επεισόδιο παρουσιάζονται συγγραφείς που έγραψαν για αυτόν βιβλία με σκληρές αποκαλύψεις για τον χαρακτήρα του, άνθρωποι που κέρδισαν εκατομμύρια απλά για να μειώσουν την λάμψη του. Επίσης παρουσιάζεται, χωρίς κανένα απολύτως στρογγύλεμα, η απόφασή του να μην κάνει ποτέ καμία πολιτική δήλωση υπέρ των αφροαμερικάνων – εμφανίζεται ο Ομπάμα για να πει πόσο είχε απογοητευτεί όταν έμαθε πως ο Τζόρνταν δήλωσε πως δεν θα πει ποτέ κάτι σε βάρος των Ρεπουμπλικάνων γιατί, όπως έχει πει «κι αυτοί αγοράζουν παπούτσια», που διαφημίζει! Γίνεται επίσης μια σκληρή σύγκριση ανάμεσα σε αυτόν και στον δημοφιλέστατο για τις ιδέες και τη στρατευσή του Μοχάμετ Αλι. Στο επικό αυτό ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει τα θαύματα του Τζόρνταν μπαίνει σε πρώτο πλάνο και η σκοτεινή πλευρά του.
Οι παραγωγοί είναι αμείλικτοι: καλούν στο πάρτι του ακόμα και όσους αυτός δεν ήθελε να βλέπει! Τον βλέπουμε ακόμα να «τσιτώνει» συμπαίκτες με τον χειρότερο τρόπο, να τσακώνεται με κάποιους για ψύλλου πήδημα, να κοροϊδεύει τον Κράουζε, αλλά και αντιπάλους και να εισπράττει κι από δαύτους ειρωνείες απερίγραπτες. Όχι τυχαία το μεγάλο αυτό ντοκιμαντέρ προκάλεσε και τρομερές αντιδράσεις: ο Μαλόουν για τις μάχες των Μπουλς με τη Γιούτα δεν πήγε να μιλήσει, ο Χόρας Γκράντ δήλωσε πως η αντιπάθειά του για τον Τζόρνταν μεγάλωσε, ακόμα κι ο Κούκοτς κι ο Πίπεν εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους για την παρουσίαση κάποιων στιγμών τους ή ακόμα και για τους χαρακτηρισμούς του πρωταγωνιστή. Γιατί οι παραγωγοί τα επέτρεψαν όλα αυτά; Γιατί χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε αυτή η επιτυχία. Χωρίς τις αποκαλύψεις θα έμεναν μόνο οι μνήμες. Είναι πολύτιμες και γλυκές, αλλά δεν απογειώνουν το ενδιαφέρον.
Ψυχανάλυση με σκληρότητα
Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο της σειράς η ερώτηση που γίνεται είναι θα μπορούσε ποτέ να γυριστεί κάτι ανάλογο στην Ελλάδα για ένα μεγάλο Ελληνα παίκτη του μπάσκετ, τον Γκάλη π.χ ή τον Γιαννάκη ή τον Διαμαντίδη ή τον Σπανούλη. Εχω ήδη γράψει ότι όποιος τολμούσε να το κάνει τώρα θα έφτιαχνε, αντί για ένα αληθινό πορτρέτο ενός μύθου, μια καρικατούρα που δεν θα είχε νόημα ύπαρξης. Το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ απαιτεί καταγραφή των πράξεων τη στιγμή που γίνονται – χρειάζεται αυθεντικές εικόνες: θα ήταν αδύνατο να βρεθεί ανέκδοτο κι άγνωστο υλικό σε ένα ντουλάπι. Το χω εξηγήσει, όπως έχω εξηγήσει κι ότι κανείς από τους εμπλεκόμενους στην ιστορία δεν θα είχε το κουράγιο να μιλήσει για τα ελαττώματα του κάνοντας ψυχανάλυση μπροστά στην κάμερα. Αλλά βλέποντας το αξιοθαύμαστο Last Dance λέω ότι μπορεί εν τέλει να μην είναι και τόσο κακό αυτό: μπορεί στην Ελλάδα να μην έχουμε τη δυνατότητα να δούμε ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ, αλλά τουλάχιστον δεν θα δούμε και τα λιγοστά μας είδωλα να μουτζουρώνονται και να καυγαδίζουν μεταξύ τους. Εχουμε ανάγκη τα είδωλά μας, περισσότερο από όσο ένα τηλεοπτικό σουξέ.
Η δύναμη του Θεού
Γίνεται σχεδόν αξιαγάπητος ο Τζόρνταν όταν διηγείται τα προσωπικά του πάθη, αλλά έχει τη δύναμη να το κάνει γιατί τίποτα δεν μπορεί να αγγίξει την τεράστια εικόνα του: είναι μάλλον εύκολο να παραδέχεσαι ότι είσαι άνθρωπος όταν το κοινό έχει την πεποίθηση ότι είσαι Θεός. Όμως η περίπτωσή του δεν μπορεί να συγκριθεί με τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα: εδώ την Τέχνη της αποκαθήλωσης την ξέρουμε τόσο καλά, ώστε εύκολα θα κατασπαράζαμε όποιον έκανε το λάθος να μας αφήσει για λίγο να δούμε την ανθρώπινη πλευρά του. Αν κάποιος τολμούσε να πει ότι είναι τζογαδόρος, θα καταλήγουμε ότι έχει πουλήσει μια σειρά από αγώνες. Αν κάποιος τολμούσε να πει ότι πίεζε τους συμπαίκτες του, θα εξευτελίζαμε τον προπονητή του, τον ίδιο, τους πάντες.
Επειδή ζούμε σε μια μικρή χώρα στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μυστικά: τα ξέρουμε όλα για όλους. Αν οι λίγοι αληθινά μεγάλοι του αθλητισμού μας διατηρούν το δικαίωμα της καθολικής αναγνώρισης είναι γιατί οι δημοσιογράφοι έχουν υπογράψει μαζί τους μια συνθήκη ανακωχής: δεν ασχολούνται με τα ελαττώματά τους γιατί καταλαβαίνουν πως αν το έκαναν θα έβγαζαν πρώτα πρώτα τα δικά τους μάτια καταστρέφοντας την αγάπη του κόσμου και για το σπορ. Στην Ελλάδα οι ήρωες μας λείπουν: στην Αμερική περισσεύουν.
Είναι καταπληκτικό το Last Dance. Είναι γενναιόδωρο σε αποκαλύψεις, πλούσιο σε εικόνες, εξαιρετικό σε ότι έχει να κάνει με την αφήγηση, την σκηνοθεσία, το μοντάζ – κυρίως είναι γεμάτο από καταπληκτικούς πρωταγωνιστές που όμως απευθύνονται σε λάτρεις του μπάσκετ Αμερικάνους κι όχι για το δικό μας παθιασμένο κι άρρωστο κοινό. Εμείς ας μείνουμε με τους δικούς μας ήρωες: δεν είναι καθόλου μα καθόλου άσχημοι. Κι αν είναι λιγάκι φτιασιδωμένοι, ακόμα καλύτερα...