Κάθε φορά, την επόμενη της Πρωτοχρονιάς, ακούω τα πιτσιρίκια να συζητούν τι τους έφερε ο Αγιος Βασίλης και προσπαθώ να θυμηθώ τα δώρα που μου κάνανε όταν ήμουν μικρός, αλλά κι αυτά που δεν μου κάνανε. Την ανιψιά μου πχ ο Αγιος Βασίλης της έφερε ένα καραόκε με δυο μικρόφωνα: χθες σπίτι της έγινε χαμός. Εγώ στην ηλικία της δεν ήξερα τι είναι το καραόκε. Υπήρχαν βέβαια τότε άλλοι πειρασμοί. Τι είχα και τι δεν είχα κάπου με καθόρισε. Όπως όλους μας δηλαδή.
Δεν είχα πχ ένα μεγάλο τραίνο από αυτά που βλέπει κανείς σε ταινίες συνήθως αμερικάνικες: ποτέ δεν με συγκινούσε κάτι που έτρεχε γύρω γύρω μόνο του. Θυμάμαι ότι δεν είχα πολλά πλαστικά στρατιωτάκια, που όταν ήμουν μικρός ήταν της μόδας. Τουλάχιστον δεν θυμάμαι να είχα όσα ένας γείτονας που είχε νομίζω όσα κυκλοφορούσαν – από αγγλικές μεραρχίες που κέρδιζαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι ιππείς του Ναπολέοντα στα άλογά τους - ακόμα τα θυμάμαι κι ας μην τα ζήλευα γιατί κι αυτά μου φαινόντουσαν χρήσιμα μόνο να τα καμαρώνεις.
Δεν είχα ποτέ μικρός ψεύτικα αρκουδάκια – απέκτησα τέτοια μεγαλώνοντας. Είχα μόνο σίγουρα μια ψεύτικη μαϊμού που την κούρδιζες και χτυπούσε κάτι ντραμς ενσωματωμένα στα χέρια της – φορούσε κι ένα κόκκινο χριστουγεννιάτικο σκούφο: τώρα που το σκέφτομαι απορώ τι έπαιρνε όποιος είχε την έμπνευση της δημιουργίας της. Δεν είχα ευτυχώς ούτε τον «Αγκαλίτσα» εκείνη τη φοβερή κούκλα που την έπαιρνες αγκαλιά για να κοιμηθείς και το κεφάλι της άναβε: η ιδέα και μόνο με φρίκαρε κι όταν είδα χρόνια αργότερα ως έφηβος το θρίλερ «Τσάκι, η κούκλα του σατανά», κατάλαβα το τι είδους φόβους κουβαλούσα ενδόμυχα.
Τι είχα; Είχα σίγουρα δυο πιστόλια – εννοείται ψεύτικα. Το ένα ήταν το κλασικό πλαστικό με την κόκκινη λαβή και το άλλο που έμοιαζε μεταλλικό και είχε «μύλο» που τον στριφογύριζες. Και στα δυο έβαζες κάτι κόκκινα καψούλια που σπάγανε όταν πατούσες τη σκανδάλη και κάνανε απερίγραπτο θόρυβο, αλλά άφηναν πίσω και την μυρωδιά της πυρίτιδας: όλοι οι πυρομανείς της ηλικίας μου πρέπει να ξεκίνησαν παίζοντας με αυτά. Είχα επίσης κάμποσα αυτοκινητάκια – μικρά και μεγάλα. Σίγουρα ένα τηλεκατευθυνόμενο που στούκαρε σε πόρτες, καρέκλες, καναπέδες κτλ. Κάποτε πολύ μικρός είχα κι ένα τρίκυκλο ποδήλατο. Μεγάλος δεν απέκτησα γιατί έχοντας σπάσει πιτσιρικάς πάνω από δέκα φορές το κεφάλι μου με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, θα ήμουν μάλλον επικίνδυνος με ποδήλατο. Χέρια πόδια μπορούσα να τα χτυπήσω κι αλλιώς. Είχα ευκαιρίες και τις εκμεταλλεύτηκα.
Θυμάμαι πως όταν μεγάλωσα λίγο δύο δώρα περίμενα πάντα: το περίφημο «επιτραπέζιο παιγνίδι» και φυσικά τα κάθε λογιών «ποδοσφαιράκι» – μπάλες είχα τόσες πολλές που δεν τις θεωρούσα ποτέ δώρο, ήταν μάλλον εργαλείο παιδικής δουλειάς. Δώρο δεν θεωρούσα και τα ρούχα. Κι αυτά τα είχα στη σφαίρα του απαραίτητου: κάτι έπρεπε να φοράω, δεν θα με αφήναν και τσίτσιδο – ό,τι είχα στην ντουλάπα αρκούσε. Δώρο ήταν για μένα κάτι που δεν το χρειαζόμουν απαραίτητα, αλλά το χρειαζόμουν ψυχολογικά. Ως απόδειξη ότι έκανα κάτι καλό, ως ανταμοιβή.
Τα «επιτραπέζια παιγνίδια» υπάρχουν ακόμα, αλλά δεν είναι σαν τα παλιά. Θυμάμαι να μου έχουν πάρει δώρο το «Φωτεινό Παντογνώστη», που όταν απαντούσες σωστά στην ερώτηση άναβε ένα λαμπάκι. Θυμάμαι το «Φιδάκι» που έριχνες τα ζάρια κι έπρεπε να «διασχίσεις» μια πίστα γεμάτη τετραγωνάκια: σε αυτά υπήρχαν ζωγραφιστές σκάλες που σε ανέβαζαν πιο ψηλά και «φιδάκια» (ευτυχώς κι αυτά ζωγραφιστά) που σε πήγαιναν πίσω. Θυμάμαι και τον «Γκρινιάρη», που δεν θυμάμαι πως παιζόταν αλλά ήταν το αγαπημένο μου. Χρόνια μετά μπήκε σπίτι μας η Μονόπολη, ένα καταπληκτικό παιγνίδι με χαρτονομίσματα και αγοροπωλησίες, που μια καθηγήτρια στο φροντιστήριο μας έλεγε ότι καταστρέφει τις παιδικές ψυχές γιατί βασίζεται στο θρίαμβο του καπιταλισμού. Στα επιτραπέζια βάζω και την ντάμα, και το σκάκι, αλλά κυρίως το μυθικό Στρατέγκο που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε με το σκάκι αλλά ήταν σαφώς πιο συναρπαστικό αφού είχε «βόμβες», «κατασκόπους» που σκότωναν «στρατηγούς», «λοχαγούς» και απλούς φαντάρους και όλο το κόλπο ήταν να στήσεις τα πάντα σωστά. Την Μονόπολη για να την χαρείς χρειαζόσουν τουλάχιστον τρεις φίλους ακόμα για να παίξετε. Το παιγνίδι ολοκληρωνόταν όταν οι τρεις χρεοκοπούσαν (αυτά είναι τα άσχημα του καπιταλισμού…) κι ο ένας γινόταν πάμπλουτος – αλλά το παιγνίδι αυτό ήταν τόσο αργό σε εξέλιξη που δεν τελείωνε ποτέ: πάντα είχα την υποψία πως συνέβαινε για να μην ακολουθήσει λαϊκή επανάσταση. Το Στρατέγκο αντιθέτως ήταν απόλαυση: έτρεχε γρήγορα και δεν χρειαζόταν περίπλοκα κόλπα και ικανότητες να βλέπεις κινήσεις μπροστά όπως το σκάκι πχ.
Τα «ποδοσφαιράκια» που κυκλοφορούσαν τα είχα όλα. Αρχικά ένα μεγάλο ξύλινο, αυτό που στα καταστήματα παιγνιδιών, που αποκαλούσα «παιγνιδάδικα», αποκαλούν και σήμερα «ποδοσφαιράκι με ράβδους». Η κάθε ομάδα είχε τερματοφύλακα (η «εστία» ήταν μια τρύπα), τους υπόλοιπους παίκτες σε διάταξη 4-4-2 και συνδεδεμένους με μια σιδερένια ράβδο με χειρολαβή. Οι ομάδες ήταν τοποθετημένες με τους παίκτες ακριβώς απέναντι από τους άλλους. Σε αυτό τσακωνόμασταν πάντα για το αν επιτρέπονται ή όχι τα «κοκορέτσια». «Κοκορέτσι» έκανες όταν γύριζες τους συνδεδεμένους παίκτες γύρω γύρω με ταχύτητα σαν να γυρνάς σούβλα, στην ελπίδα ότι κάπως θα βρεις τη μπάλα. Δεν το συμπάθησα πολύ γιατί δεν είχε στρατηγική όπως άλλωστε και το «ποδοσφαιράκι με τις σούστες», η αλλιώς «ποδοσφαιράκι με ελατήρια» που κυκλοφορούσε σε διάφορα μεγέθη. Είχα το μεγαλύτερο (με 11 +11 παίκτες) αλλά βαριόμουν κομμάτι την γενική ακινησία: έμοιαζε πολύ με φλιπεράκι. Αντιθέτως αγάπησα φανατικά το «σουμπούτεο». Θυμάμαι σαν τώρα την χαρά όταν απόκτησα το πρώτο: οι δυο ομάδες ήταν η Μίλαν και η Ρεάλ Μαδρίτης – είχα στην συνέχεια κι άλλες. Η απόλαυσή μου δεν είχε να κάνει με το ίδιο το παιγνίδι αλλά με τις συνθήκες που δημιουργούσα, ώστε να το κάνω από μόνος μου πιο ενδιαφέρον: για παράδειγμα προκαλούσα αποβολές παικτών, διαμαρτυρίες σε ένα διαιτητή που είχα φτιάξε μόνος μου διότι το παιγνίδι δεν είχε κτλ.
Κάποτε έριξα δεκαπέντε κουταλιές αλεύρι στην τσόχα για να βάλω τις ομάδες να παίξουν με χιόνι, προκαλώντας ένα χάος στο σαλόνι του σπιτιού χριστουγεννιάτικα. Η μάνα μου ανακοίνωσε τιμωρία σαν αυτές που ανακοινώνει κατά καιρούς η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα. Επανήρθα δριμύτερος κλέβοντας της ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό με μια τάπα γεμάτη τρύπες, που χρησιμοποιούσε στο σιδέρωμα ώστε να ραντίζω το γήπεδο από ψηλά και να παίζουν οι παίκτες σε συνθήκες καταιγίδας. Πάλι υπήρξαν μέτρα και απαγορεύσεις…
Μετά τα 15 μου το βασικό δώρο ήταν τα βιβλία. Ως πρώτο τέτοιο στο μυαλό μου ήταν ο «Δεκαπενταετής Πλοίαρχος» του Ιουλίου Βερν – δεν ήταν το πρώτο δώρο βιβλίο που μου κάνανε, αλλά είχα τα χρόνια του πρωταγωνιστή του. Αυτός βέβαια διοικούσε κοτζάμ ιστιοφόρο, ενώ εγώ έψαχνα αλεύρι για να κάνω το σουμπούτεο ενδιαφέρον. Η σύγκριση με πήρε από κάτω. Ομως τουλάχιστον δεν μεγάλωσα παίζοντας παιγνίδια στο τάμπλετ. Με έσωσε ο Θεός…