Ο δύσκολος δρόμος του Λευτέρη Πετρούνια

Ο δύσκολος δρόμος του Λευτέρη Πετρούνια


Από το «για την Ελλάδα ρε γαμώτο», που με παράπονο και λίγο άγιο θυμό είπε κάποτε η Βούλα Πατουλίδου, στο «ναι ρε φίλε, ναι ρε Ελλάδα» που είπε χθες ο Λευτέρης Πετρούνιας, πέρασαν είκοσι χρόνια. Η διαφορά είναι ότι από τα χείλη του Πετρούνια βγήκε για την Ελλάδα μια αναφορά γλυκιά, όχι τόσο αυθόρμητη όσο της Πατουλίδου, αλλά πιο αισιόδοξη. Δεν ακούστηκε τόσο σαν σύνθημα, όσο ως διαπίστωση. Σαν διασκευή του «είμαστε ακόμα ζωντανοί», που πάντα συνοδεύεται από αυθόρμητο χειροκρότημα.

Θα σε έπαιρναν για τρελό

Ο Πετρούνιας είναι αθλητής της γυμναστικής σε μια χώρα που κουβαλάει τόσο ήλιο, ξενοιασιά, αναβλητικότητα και ωχαδερφισμό που τέτοιους αθλητές δεν προβλεπόταν να έχει. Πολύ πριν δούμε στο σινεμά τους χάρτινους ήρωες της Μarvel για τη δική μου γενιά σούπερ ήρωες, δηλαδή πλάσματα με ικανότητες που ξεπερνούσαν τη φαντασία, ήταν οι αθλητές της γυμναστικής, με πρώτη και μεγαλύτερη τη θρυλική Νάντια Κομανέτσι – κάτι το απλησίαστο. Η Ρουμάνα, που πήρε μετάλλια σε δυο Ολυμπιάδες και ήταν η πρώτη που βαθμολογήθηκε με άριστα, ήταν για τη γενιά τη δική μου το συνώνυμο της αριστείας και της εξαιρετικότητας και όταν σταμάτησε. Η Κομανέτσι, κυρίως, αλλά κι άλλα «τέρατα», έχτισαν στο μυαλά μας την βεβαιότητα πως η γυμναστική απαιτεί αφοσίωση, προπόνηση και ικανότητες που καλλιεργούνται μόνο σε χώρες, που ο αθλητισμός γίνεται με μαστίγιο. Αν τη δεκαετία του ‘80 έλεγες πως κάποια χρόνια αργότερα η Ελλάδα θα είχε τέσσερα ολυμπιακά μετάλλια στη γυμναστική θα σε έπαιρναν  για τρελό: ήταν η εποχή που η Ελλάδα στους Ολυμπιακούς μετάλλια μπορούσε να περιμένει μόνο από παλαιστές και ιστιοπλόους – ανθρώπους με δύναμη και ξεροκεφαλιά. Οταν το 1996 ο Ιωάννης Μελισσανίδης πήρε το χρυσό στην Ατλάντα για τις ασκήσεις εδάφους, πολύς κόσμος τσιμπιόνταν – μαζί κι εγώ. Ο Μελισσανίδης ήταν μια μοναδική περίπτωση: ελάχιστα θύμιζε έλληνα αθλητή. Ηταν χαρισματικός και εξωστρεφής, επιθετικός στις δηλώσεις του, με όνειρα που ξεπερνούσαν τον αθλητισμό και τη γυμναστική, αλλά και εκτός ελληνικής πραγματικότητας: στο μυαλό του πολύ μεγάλος για να τον χωρέσει η Ελλάδα - κάτι σαν τη Μελίνα Μερκούρη που ήταν το είδωλό του. Τελείως άλλη περίπτωση ο Δημοσθένης Ταμπάκος: πάντα τον θεωρούσα ένα μεγάλο έλληνα κι όχι μόνο αθλητή. Κλειστός, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αφοσιωμένος στην Τέχνη του, ο Ταμπάκος πήρε δυο μετάλλια σε Ολυμπιακούς και ό,τι άλλο υπήρχε στο σύμπαν της γυμναστικής, δουλεύοντας ασταμάτητα. Αλλά ήταν κι αυτός με τον τρόπο του κομμάτι μακριά από όλους μας: εξαιρετικός και σπάνιος, προικισμένος από τη μοίρα, ικανός να μετατρέπει την εσωστρέφεια σε ενέργεια, ανήσυχος και λιγομίλητος, καταλάβαινες ότι δύσκολα μπορεί να γίνει παράδειγμα προς μίμηση γιατί παιδιά σαν αυτό δεν υπάρχουν και οι αξίες του είναι μοναδικές. Ηταν ένας πρίγκιπας της γυμναστικής ο Δημοσθένης, ενώ ο Λευτέρης Πετρούνιας που τον διαδέχτηκε, με την νεοσμηρνειώτικη ευφράδεια και την έξω καρδιά συμπεριφορά, είναι κάτι άλλο: δουλευταράς, μαχητής και γνώστης του αντικειμένου του και συγχρόνως, παρά την εξαιρετικότητα του, ένας από όλους μας. Εχει μόνο ένα κοινό με τον Ταμπάκο ο Πετρούνιας: κέρδισε κι αυτός το μετάλλιο από το δυσκολότερο δρόμο, δηλαδή κατεβαίνοντας ως φαβορί και με τα μάτια όλου του κόσμου πάνω του – δεν ήταν τυχαία εκεί ο Τόμας Μπαχ. Το να μην προδίδεις την προσδοκία, πρώτα από όλα τη δική σου προσδοκία, το να είσαι άψογος και να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου όταν όλοι σε περιμένουν, το να κερδίζεις για όλο τον κόσμο που αγωνιά να σε δει πρώτο και πρωταγωνιστή, σε κάνει πρωταθλητή. Για μένα τουλάχιστον, όταν μιλάμε για αθλητισμό, το να είσαι πρωταθλητής, δηλαδή αναμενόμενα πρώτος γιατί είσαι καλύτερος και όλοι το γνωρίζουν, είναι κάτι σημαντικότερο και από το να γίνεις Ολυμπιονίκης.

Ένα σύμβουλο της γενιάς του

Ο Πετρούνιας είναι ήδη ένα σύμβολο της γενιάς του. Ερχεται ν αποδείξει ότι ετούτη η γενιά δεν έχει ούτε να ζηλέψει, ούτε να φοβηθεί συγκρίσεις με τα αστέρια του παρελθόντος. Εφτασε στην κορυφή χάρη στη διάρκεια του και δεν είναι «κομήτης» που ήρθε από το πουθενά: είναι δυο χρόνια τώρα ένας από τους καλύτερους στον κόσμο στους κρίκους. Κουβαλάει ιστορίες απλές και δεν έχει παράξενα μυστικά: πρόκοψε δουλεύοντας και δούλεψε πολύ, όταν αυτό το αποφάσισε. Μιλάει σε πρώτο πληθυντικό γιατί θέλει να μοιραστεί την επιτυχία του με όποιον μαζί του δουλεύει και με όποιον τον πιστεύει και όχι γιατί είναι συνηθισμένος να μιλάει στο πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας. Αναφέρεται στην Ελλάδα με μια παράξενη γλύκα – σαν να είναι η ίδια η οικογένεια του, που θέλει να την κάνει χαρούμενη – ίσως και να την παρηγορήσει. Εχει ένα μπαμπά ψηλά στον ουρανό φύλακα άγγελο και μια μαμά που για αυτόν καμαρώνει – όπως κάνουν συνήθως οι ελληνίδες μαμάδες. Φωνάζει «ναι ρε φίλε» σε όλους. Γουστάρει να τον αγαπάνε και ξέρει ν αγαπάει κι ο ίδιος. Είναι ένα από τα πολλά χαρισματικά παιδιά, που έχουμε σε αυτή τη χώρα και που δεν επιδεικνύον απλώς το ταλέντο τους, αλλά το μετατρέπουν σε επιτυχίες, δουλεύοντας, δίπλα μας. Είναι ωραία παιδιά, που διεκδικούν ευκαιρίες, βαρέθηκαν να περιμένουν, ξέρουν τι θέλουν και δεν φοβούνται ν ανοίξουν τα φτερά τους. Είναι τα παιδιά που θα βοηθήσουν αυτή τη χώρα να ξαναστηθεί όρθια. Γιατί δεν φοβούνται ούτε το σήμερα, ούτε το αύριο, γιατί δεν προδίδουν τις προσδοκίες, γιατί είναι άριστα στον τομέα τους, γιατί ξέρουν πως η επιτυχία έρχεται μετά την αναμέτρηση με τους καλύτερους και δε χαρίζεται.

Είμαι σίγουρος ότι έχεις κι εσύ ένα Λευτέρη Πετρούνια στην οικογένεια σου. Νέο, ωραίο, νικητή, ικανό, έτοιμο να χτίσει μια καριέρα αξιοποιώντας ό,τι καλό βρήκε στο δρόμο του. Μην τον απογοητεύεις με την μιζέρια και τη γκρίνια σου. Κυρίως μάθε από αυτόν κι ας είναι νέος ακόμα. Όπως το λέει αυτός το «ναι ρε φίλε», γεμάτο ζεστασιά, πίστη και δύναμη, δεν θα σου το πει κανείς. Ναι ρε φίλε, δεν θα σου το πεις κανείς…