Και ο Ρίντλεϊ Σκοτ, όπως ακριβώς και ο Μάρτιν Σκορσέζε, έχοντας ξεπεράσει τα 80 χρόνια της ζωής του αποφασίζει ότι το κινηματογραφικό είδος που αξίζει πραγματικά τον κόπο να υπογράψεις είναι το έπος. Ανάμεσα στους δυο υπάρχει μια διαφορά: ο Σκορτσέζε δημιουργεί το δικό του κόσμο – οι τελευταίες επικές του ιστορίες αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια περίληψη προηγουμένων κι ακριβώς επειδή τα προηγούμενα είναι πολλά και οι ταινίες του είναι τεράστιες. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ αναζητά επικές ιστορίες για να τις διηγηθεί με τον τρόπο του: από το ρόλο του δημιουργού προτιμά αυτόν του αφηγητή, ίσως γιατί μεγαλώνοντας θέλει να δείξει σε όλους ότι υπήρξε και παραμένει ένας μεγάλος παραμυθάς. Ο Σκοτ εδώ και καιρό αναζητά την μεγάλη ιστορία πιστεύοντας πως τέτοιες προσφέρει μόνο η ιστορική πραγματικότητα. Δεν είναι παράξενο ότι στην αναζήτηση ενός έπους συνάντησε την Ναπολέοντα κι αποφάσισε να αφηγηθεί την ζωή του: από κάθε άποψη αυτός είναι ένας ιδανικός ήρωας για τον Σκοτ. Η ιστορία του έχει πλοκή κι από μόνη της δίνει θεαματικές εικόνες. Η περιπέτεια είναι προδιαγεγραμμένη. Υπάρχει πορεία και μάλιστα διαρκής, με άνοδος και πτώση. Υπάρχει ιστορικό πλαίσιο – κι αυτό πάντα του αρέσει. Και υπάρχει κι ένα περιθώριο για να πειράξει τα πάντα έτσι ώστε να δικαιολογηθεί η δική του υπογραφή. Ο Ναπολέων έπρεπε να είναι ο Ναπολέων του Ρίντλεϊ Σκοτ. Αγέρωχος και αυτοκαταστροφικός. Υπέροχος και για λύπηση. Σύνθετος αλλά με ένα απλό στόχο. Και ρέπλικα και άνθρωπος, σαν ήρωας ενός Μπλέιντ Ράνερ που διαδραματίζεται ‘όχι στο μέλλον αλλά στο 1800. Αλλά δυστυχώς δεν είναι τίποτα πιο πολύ από μια ιστορία μεγάλων προθέσεων. Που επαναφέρει μάλιστα τα ερωτηματικά για το αν ο σκηνοθέτης του Αλιεν και των Μονομάχων, της Τελευταίας Μονομαχίας και του Οίκου Γκούτσι είναι ένας καλός αφηγητής. Διότι αυτό είναι που λείπει στην ταινία: η αφήγηση και η τέχνη της.
Ο γυμνός στρατάρχης
Η ταινία ξεκινά ως ένα είδος ντοκιμαντέρ. Η φωνή του Ναπολέοντα εξηγεί το ιστορικό πλαίσιο, αν και πολύ γενικά. Δεν υπάρχει καμία εξήγηση για το πώς προκύπτει ο ήρωας στο Παρίσι, τι έχει κάνει προηγουμένως, ποια είναι η επιθυμία του: η αρχική στόχευση του Σκοτ είναι να μας δείξει ότι πρόκειται για στρατιωτική ιδιοφυία. Δεν είναι λάθος κι αν όλη η ταινία βασιζόταν σε αυτό θα είχε δημιουργηθεί κάτι περισσότερο ενδιαφέρον. Αλλά ο Σκοτ θέλει να μας εντυπωσιάσει σαν να έχει βγει στη σκηνή για το τελευταίο χειροκρότημα. Κι έτσι καταπιάνεται με κάτι που σίγουρα ποτέ του δεν το χειρίστηκε καλά: το ερωτικό δράμα. Κι αυτός κι ο συνεργάτης του σεναριογράφος Ντέιβιντ Σκάρπα από την επιβλητική ιστορία του Ναπολέοντα ξεχωρίζουν το κομμάτι που αφορά τον έρωτά του για την Ιωσηφίνα. Πιθανότατα γιατί είναι αυτό στο οποίο ο στρατηγός απογυμνώνεται.
Κι αυτή η διάσταση της ιστορίας θα είχε ενδιαφέρον αν η αφήγησή ηλέκτριζε: ο έρωτας του Ναπολέοντα για την Ιωσηφίνα υπήρξε από τους πιο κολασμένους της ιστορίας – για τους συνεργάτες του σχεδόν ακατανόητος. Η Ιωσηφίνα, που ήταν και μεγαλύτερή του, πραγματικά τον έκανε ό,τι ήθελε και πολλές από τις μικρές ιστορίες που στην ταινία υπάρχουν κι αφορούν την σχέση τους είναι αληθινές. Αλλά είναι σχεδόν άδειες από δραματικό πάθος: παρουσιάζονται ως απλά περιστατικά μιας σχέσης, που στην ταινία μόνο αινιγματική κι ενδιαφέρουσα δεν είναι. Η Βανέσα Κίρμπι, που υποδύεται την Ιωσηφίνα σχεδόν αγνώριστη, είναι δεκαπέντε χρόνια μικρότερη από τον Γιοακίμ Φίνιξ που ως Ναπολέων την «τρώει» με τα μάτια από την στιγμή που την βλέπει και την αντιμετωπίζει σαν μάχη που κέρδισε – ίσως την πιο μεγάλη. Αλλά όλο αυτό δεν έχει σχέση με τον έρωτα του Ναπολέοντα για την Ιωσηφίνα ακριβώς γιατί δεν κουβαλά σχεδόν κανένα ερωτηματικό. Ο θεατής συμπονάει τον στρατάρχη που έμπλεξε με μια όμορφη χήρα, αλλά ούτε μια κολασμένη σχέση παρακολουθεί, ούτε υπάρχει σε αυτή κάτι το απροσδόκητο. Το Love Story, ενώ θα πρεπε να απογειώσει την ταινία, την βυθίζει στην διεκπεραίωση. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θες να βρεις τον Ναπολέοντα να πιείτε μια μπύρα και να σου πει τον πόνο του.
Η αφόρητη ανακρίβεια
Η μεγαλύτερη ωστόσο ατυχία του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι η επιλογή του πρωταγωνιστή του, που συμβαίνει να είναι και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας. Ο Γιοακίμ Φίνιξ μοιάζει να έχει παραγγείλει τον μεγάλο ρόλο. Και να τον ερμηνεύει κατά βούληση – προσπαθώντας να μας πείσει ότι είναι σπουδαίος, λες κι αμφιβάλουμε.
Ο Ρίντλεϊ Σκότ θύμωσε πολύ όταν του επισημάνθηκαν οι πολλές και μεγάλες ιστορικές ανακρίβειες. Υπενθύμισε πως δεν έκανε ένα ντοκιμαντέρ και πως το μόνο που πραγματικά κράτησε ήταν ένας ιστορικός καμβάς. Μολονότι κάποιες ανακρίβειες είναι γιγάντιες (η μάχη του Αουστερλιτς πχ – αυτή που θεωρείται το απόλυτο στρατιωτικό αριστούργημα του Ναπολέοντα- δεν έχει καμία σχέση με τα αληθινά περιστατικά της), εν τούτοις θα τις κατανοούσα, αν εξυπηρετούσαν την προσπάθεια του Σκοτ να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του ήρωα του: σε τελική ανάλυση μιλάμε για μια ταινία κι όχι για μάθημα ιστορίας. Οι ανακρίβειες αυτές είναι λογικό να θυμώσουν τους Γάλλους: ο Σκοτ πήρε ένα πρωταγωνιστή της ιστορίας τους για να τον βάλει να κάνει όσα κατά την γνώμη του θα τον έκαναν διεθνής προσωπικότητα – το έκανε κι ο Ολιβερ Στόουν, όταν μας παρουσίασε μια εκδοχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που θα μπορούσε να είναι Αμερικάνος. Ωστόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση η μεγάλη ανακρίβεια είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής κι αυτή είναι μια ανακρίβεια σχεδόν αφόρητη.
Ο Ναπολέων του Γιοακίμ Φίνιξ είναι ο Γιοακίμ Φίνιξ που έχει ντυθεί Ναπολέων σαν να παίρνει μέρος σε αποκριάτικο πάρτι: δεν έχει σχεδόν τίποτα από τον στρατάρχη. Πρώτα από όλα είναι θεόρατος και ράθυμος, ενώ ο Ναπολέων ήταν μικροκαμωμένος και γεμάτος ενέργεια. Ο ρόλος που χτίζει είναι κάτι από όλα που έχουμε δει στο προηγούμενο ρεπερτόριο του χωρίς να υπάρχει και λόγος. Ο Φίνιξ τσαλαβουτά και γλιστράει στο γκροτέσκο. Νομίζεις πως το έχουν σκηνοθετήσει τρεις διαφορετικοί σκηνοθέτες – ένας του χει μάθει να παριστάνει τον στρατηγό στο πεδίο της μάχης, ένας άλλος τον ερωτευμένο που δεν ξέρει να εκφράσει τον έρωτά του, ένας τρίτος του ζητά να κάνει γκριμάτσες σαν να φοράει μάσκες που μαρτυρούν τον χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα η τελική αίσθηση είναι πως ο ηθοποιός δεν έχει κανένα σκηνοθέτη που τον καθοδηγεί: κάνει τα πάντα μόνος του. Κι επειδή η προβολή και η υποκριτική δεν είναι το ίδιο δεν σου μένει σχεδόν τίποτα από αυτόν μολονότι για 157 λεπτά κάθε πλάνο είναι χτισμένο πάνω του. Ο Ναπολέων του Φίνιξ δεν είναι μέγας: είναι υπερβολικός – είναι ένας Ναπολέων τεραστίων ακουμαντάριστων διαστάσεων. Ο Ναπολέων του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι μικρός, πολύ μικρός. Η αποσπασματική αφήγηση των κατορθωμάτων του κάνει την εικόνα του να μοιάζει με παζλ του οποίου κανείς δεν έχει ενώσει τα κομμάτια.
Κάτι μένει, αλλά…
Τι απομένει; Εξαιρετικές σκηνές μαχών: ο Ρίντλεϊ Σκοτ δείχνει πως στη σκηνοθεσία του υπερθεάματος μπορεί να κάνει σεμινάρια στους νεότερους. Υπάρχουν επίσης αναπαραστάσεις στιγμών της εποχής που εντυπωσιάζουν για την λεπτομέρειά τους: οι εφημερίδες της εποχής πχ. Δεν λείπουν ατάκες και διάλογοι – η ίδια η αλληλογραφία του Ναπολέοντα με την Ιωσηφίνα είναι ένα ωραίο ντεκόρ του ερωτά τους, ίσως το μόνο στοιχείο που κάπως τον περιγράφει. Αλλά όλα αυτά αρκούν απλά για να δεις την ταινία: δεν αποτελούν απόλαυση. Είναι άδικο για τον μεγάλο δημιουργό της αλλά θα την ξεχάσεις πολύ γρήγορα…