Ο Μίμης Δομάζος που έφυγε από την ζωή την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 83 χρόνων υπήρξε ένας λαϊκός ήρωας – δηλαδή κάτι πολύ σημαντικότερο από ποδοσφαιριστής. Το λέμε συχνά αυτό για τους ποδοσφαιριστές γιατί το ποδόσφαιρο είναι ένα λαϊκό παιγνίδι κι ως εκ τούτου οι ήρωές των γηπέδων δεν μπορεί παρά να είναι λαοφιλείς, αλλά στην περίπτωση του Δομάζου ο τίτλος δεν έχει να κάνει αυστηρά με το ποδόσφαιρο, μολονότι όπως έλεγε αυτή ήταν η μια και μοναδική Τέχνη που έμαθε στη ζωή του.
Τον αποκαλούσαν «στρατηγό» και λέγανε ότι τα γαλόνια του τα απέκτησε και για όσα έκανε μέσα στα γήπεδα και για όσα έκανε έξω από αυτά. Η γνώμη μου είναι λίγο διαφορετική και θα προσπαθήσω να την εξηγήσω
«Τώρα μπλέξαμε…»
Παιδί χωρισμένων γονιών, μοναχοπαίδι, μεγάλωσε με την μάνα του – ο πατέρας του δεν είχε πάει ποτέ να τον δει στο γήπεδο, του έλεγε πως δεν αγαπούσε το ποδόσφαιρο. Βρέθηκε από την Αμυνα Αμπελοκήπων στον Παναθηναϊκό γιατί οι παράγοντες της ομάδας του πλαστογράφησαν την ηλικία του δηλώνοντας ότι είναι πιο μεγάλος κατά δυο χρόνια, αλλιώς μεταγραφή δεν μπορούσε να γίνει. Ο μικρός ξεχώριζε όχι μόνο για την σπάνια τεχνική του κατάρτιση αλλά και για την ευστροφία του - «έπαιζα τόσο πολύ χρησιμοποιώντας το μυαλό μου στο γήπεδο ώστε γυρνούσα στο σπίτι με πονοκέφαλο κατάκοπος» έλεγε. Ο Σάββας Θεοδωρίδης, που από μεγάλους ποδοσφαιριστές καταλάβαινα όσο λίγοι μου έχει πει το εξής καταπληκτικό: «τον Μίμη τον είδα να παίζει πρώτη φορά το 1959. Ο Ολυμπιακός είχε τότε μια καταπληκτική ομάδα – κέρδιζε το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο. Ο Μίμης έπαιζε εξτρέμ, ήταν αδύνατος και κοντούλης, αλλά έλαμπε. Όταν έπαιρνε την μπάλα ήξερες πως κάτι καλό θα κάνει. Πόσο χρονών είναι αυτός; ρώτησα. Μου είπαν 17-18. Κούνησα το κεφάλι και είπα «τώρα μπλέξαμε».
Ο Δομάζος έπαιξε από τα 17 του μέχρι τα 35 στον ΠΑΟ. Πριν το ερχομό του στην ομάδα από την ίδρυση της ΕΠΟ το 1929 και έπειτα ο Παναθηναϊκός είχε κατακτήσει τρία πρωταθλήματα: με αυτόν στο τιμόνι, αρχηγό, οργανωτή και σκόρερ, κατέκτησε 9 και έφτασε στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 κόντρα στον Αγιαξ. Ο Δομάζος άλλαξε την ιστορία του ΠΑΟ και είναι ίσως ο μόνος από τους τεράστιους του ελληνικού ποδοσφαίρου που υπήρξε τόσο καθοριστικός για μια μεγάλη ομάδα. Τα νούμερα στο βιογραφικό του είναι εντυπωσιακά: κατέκτησε με τον ΠΑΟ εννέα πρωταθλήματα (1960, 1961, 1962, 1964, 1965, 1969, 1970, 1972, 1977) και τρία Κύπελλα (1967, 1969, 1977), βγήκε πρωταθλητής και με την ΑΕΚ το 1978 όταν ήταν ήδη 34 χρονών, πιστώνεται την πορεία των Πράσινων προς το Γουέμπλεϊ και υπήρξε και 50 φορές διεθνής. Εχει ακόμα σήμερα το ρεκόρ συμμετοχών στο ελληνικό πρωτάθλημα (538 ματς, 141 γκολ), αγωνίστηκε 39 φορές στα Κύπελλα Ευρώπης – έκανε στα γήπεδα πράγματα σαφώς εντυπωσιακά – σφραγίδα της καριέρας του ένα γκολ με ψαλίδι σε ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακός στο Καραϊσκάκη. Ηταν δε τόσο μεγάλος νικητής ώστε όταν το 2000 οι παλαίμαχοι του ΠΑΟ αγωνίστηκαν με τους παλαίμαχους του Αγιαξ σε μια άτυπη ρεβάνς του τελικού του Γουέμπλεϊ οδήγησε τον Παναθηναϊκό στη νίκη με 1-0 με δικό του γκολ!
Αλλά αν στα γήπεδα ο Δομάζος ήταν ηγέτης, έξω από αυτά ήταν λαϊκός ήρωας: το για χρόνια απόλυτο συνώνυμο του ποδοσφαίρου – έλεγες το όνομά του και αμέσως σκεφτόσουν τον ΠΑΟ και το ποδόσφαιρο.
Ανθρωπος με βαριά γνώμη
Ο γάμος του με την Βίκυ Μοσχολιού υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά γεγονότα της δεκαετίας του 60: βρέθηκαν σε αυτόν πάνω από 25 χιλιάδες άνθρωποι, χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν αθλητές του παλαιστικού τμήματος του ΠΑΟ για να φτάσει το ζευγάρι στο γήπεδο, οι μόλις 7 χιλιάδες μπομπονιέρες έφτασαν να πωλούνται στη μαύρη αγορά – η Μοσχολίου έχασε και ξαναβρήκε την βέρα της! Αλλά και το διαζύγιο με την Βίκυ το 1978 ήταν επίσης θέμα συζήτησης όλης της χώρας: ο Δομάζος ξαναπαντρεύτηκε, έμεινε με τη δεύτερη γυναίκα του σαράντα χρόνια κι έχει από τους γάμους του τρία κορίτσια – η πιο μικρή του κόρη, η Πόπη, τον συνόδευε πάντα στις δημόσιες εμφανίσεις του τελευταία. Θρυλικοί έχουν υπάρξει καυγάδες του με προπονητές (ένας με τον Νταν Γεωργιάδη το 1969 είχε ως αποτέλεσμα μια ισοπαλία με την Ρουμανία κι ένα αποκλεισμό της Εθνικής μας από το μουντιάλ του ’70 κι έγινε για μια παρατήρηση που ο κόουτς του έκανε για την εμφάνισή του στο πρωϊνό της ομάδας – ο Δομάζος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του). Ηταν επίσης πρωτοστάτης στην πρώτη απεργία των ποδοσφαιριστών για να γίνουν επαγγελματίες και ήταν πάντα ένας άνθρωπος με άποψη. Βαριά μάλιστα.
Το 2002 μου είχε δώσει μια συνέντευξη για το «Βήμα». Ο Παναθηναϊκός είχε τότε τρία «δεκάρια»: τον Φλίπσεν, τον Νίκο Λυμπερόπουλο και τον Γιώργο Καραγκούνη που ήταν ο πιο μικρός. Ο Δομάζος χωρίς περιστροφές είπε πως ο Κάρα είναι αυτός που πρέπει να παίζει – του είχε δώσει παράλληλα και συμβουλές: την συνέντευξη μου την έστειλε ένας φίλος που την βρήκε και θα κάνω την ανάρτησή της σε πρώτη ευκαιρία για να γίνει κατανοητό στους μικρότερους πόσο ευθύς ήταν. Η δήλωσή του είχε αλλάξει τον τρόπο που έβλεπαν τον τότε μικρό εντός του ΠΑΟ: ο Καραγκούνης το ξέρει.
Για χρόνια οι τοποθετήσεις του για τον ΠΑΟ προκαλούσαν σεισμούς λόγω τους δημοφιλία του, αλλά και της βεβαιότητας που προκαλούσε ο Δομάζος πως βάζει τον ΠΑΟ πάνω από όλα. Ηταν πχ συνομιλητής του Γιώργου Βαρδινογιάννη για χρόνια. Όμως αυτό δεν τον εμπόδισε όταν εμφανίστηκε το σχήμα της πολυμετοχικότητας να πει πως «ο ΠΑΟ έχει ανάγκη και από χρήματα και από ανθρώπους με άλλο πάθος». Ο Δομάζος είχε αποκτήσει παρεμβατικότητα, είχε απόλυτα σεβαστή γνώμη και κέρδιζε πάντα την προσοχή γιατί ήταν πάντα ο «στρατηγός». Μέχρι την τελευταία του μέρα. Μπορούσε να είναι και ιδιοκτήτης του Ζοοm στην Πλάκα (μου χει μείνει αξέχαστη η πρώτη βραδιά που τον είδα από κοντά – καθώς υπήρχε μια σειρά από θαμώνες που του ζητούσαν αυτόγραφα δώδεκα χρόνια από το αντίο του στο ποδόσφαιρο), αλλά την ίδια στιγμή μπορούσε να έχει και τις Ακαδημίες Δομάζου και να ασχολείται με το πώς τα πιτσιρίκια θα γίνουν καλύτεροι παίκτες και καλύτεροι άνθρωποι. Κι ήταν για αυτό κι ένας καλός μπαμπάς: δείτε τον σεβασμό που του δείχνουν οι κόρες του αποχαιρετώντας τον και θα το καταλάβετε.
Ηταν ο μόνος στρατηγός
Ηταν ο Δομάζος ο καλύτερος όλων των εποχών; Πιθανότατα ναι. Ισως οι γνώμες διίστανται: άλλωστε στις απαντήσεις όλων υπάρχει πολύ οπαδικό πάθος. Όμως δεν ξέρω κανένα που να τον έχει δει να αγωνίζεται και να μην τον βάζει στην τριάδα των καλύτερων – μόνο με αυτόν ισχύει αυτό, κι αυτό κάτι λέει: σπουδαίους είχαμε πολλούς, «στρατηγό» ένα. Σίγουρα ήταν ο πιο αναγνωρίσιμος Ελληνας ποδοσφαιριστής για δεκαετίες: ένας πραγματικός σταρ, ίσως ο πρώτος μάλιστα. Το 1970 σε μια δημοσκόπηση της εποχής είχε προκύψει πως ήταν ο πιο αναγνωρίσιμος Ελληνας με δεύτερη την Αλίκη Βουγιουκλάκη!
Η καρδιά του που την Παρασκευή δεν άντεξε, ήταν η καρδιά ενός ανθρώπου που ήξερε να αγαπάει και ήθελε να τον αγαπούν. Ο Μίμης καμάρωνε γιατί η Λίνα Νικολακοπούλου έγραψε το στοίχο «τις πιο ωραίες Κυριακές με λεμονάδες σπιτικές τις είχαμε δροσίσει με τον Δομάζο αρχηγό και τον Σιδέρη κυνηγό» κι ο Σταμάτης Κραουνάκης τον έκανε τραγούδι. «Δεν υπάρχει πιο μεγάλη απόδειξη ότι σε αγαπάει ο κόσμος από το να σε κάνουν λαϊκό τραγούδι» έχει πει. Και σε αυτή του την δήλωση, που έκανε πριν χρόνια τον καταλάβαινες καλά τον Μίμαρο κι ας μην τον είχες δει να παίζει: ο Δομάζος είτε ως αρτίστας, είτε ως πολεμιστής κυνηγούσε την αγάπη του κόσμου και κυνηγώντας την έγραψε την ιστορία του. Τελικά ήταν η αγάπη του κόσμου που κέρδισε αυτή που του έδωσε τα γαλόνια του. Ο κόσμος αυτός που τον αγάπησε τον θρηνεί και θα τον αποχαιρετήσει ως «στρατηγό». Με συστολή και υπερηφάνεια.