Η ανακοίνωση της ανάληψης της ηγεσίας της Εθνικής Αγγλίας από τον Τόμας Τούχελ ήταν η μεγάλη ποδοσφαιρική είδηση αυτής της εβδομάδας. Προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις στην Αγγλία και στην Γερμανία. Οι Γερμανοί κάνουν πλάκα στους Αγγλους με πρωτοσέλιδα του τύπου «η πατρίδα του ποδοσφαίρου αποκτά γερμανική ηγεσία». Οι Αγγλοι αρχικά προβληματίζονται. Δεν φαίνονται να ενθουσιάστηκαν με την πρόληψη του Τούχελ κι ας είπε ο CEO της αγγλικής ομοσπονδίας Μαρκ Μπάλιγχαμ πως «ο Τούχελ ανήκει στην Πρέμιερ λιγκ όσο και στο γερμανικό ποδόσφαιρο». Η Daily Mail έγραψε ότι η πρόσληψη του Γερμανού είναι μια μαύρη μέρα του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ο Λίνεκερ, ο Νέβιλ και ο Σίρερ είπαν πως θα προτιμούσαν Αγγλο προπονητή στην Εθνική. Κάτι δηλαδή που δεν υπάρχει.
Τέσσερις όλοι κι όλοι
Πόσοι Αγγλοι προπονητές υπάρχουν φέτος στην Πρέμιερ λιγκ; Τέσσερεις. Ο εξής ένας: ο Εντι Χάου που κάνει κάπως καλή δουλειά στην Νιούκασλ. Ο Γκάρι Ο Νιλ που είναι στην Γουλβς, ο Κίραν ΜακΚένα που δουλεύει στην Ιπσγουιτς και ο Σον Ντιτς που παλεύει στην Εβερτον είναι δύσκολο να βγάλουν την σεζόν. Θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να αναλάβει την Εθνική Αγγλίας; Ούτε για αστείο. Ο ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να έχει κύρος – τουλάχιστον να έχει υπάρξει καλός διεθνής ποδοσφαιριστής. Υπάρχουν τέτοιοι; Ελάχιστοι και θα ήταν όλοι στοιχήματα. Η προπονητική καριέρα του Γκάρι Νέβιλ είναι για γέλια και για κλάματα. Ο Λάμπραρντ έφυγε πριν δέκα μήνες από την Εβερτον αφήνοντας την τελευταία στην βαθμολογία της Πρέμιερ λιγκ. Ο Τζέραρντ έκανε καλή δουλειά μόνο την Ρέιτζερς που έχει αντίπαλο μόνο την Σέλτικ. Ο Ρόι Κιν είναι μόνιμος βοηθός στην Εθνική Ιρλανδίας. Αλλοι Αγγλοι διεθνείς την τελευταία εικοσαετία δεν θυμάμαι να έχουν τολμήσει έστω να αναλάβουν μια ομάδα της Πρέμιερ λιγκ και να συνεχίζουν να δηλώνουν προπονητές. Σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος που δεν τολμούν να γίνουν προπονητές ή δεν συνεχίζουν είναι η σκληρότητα των κρίσεων. Ανθρωποι συνηθισμένοι να τυγχάνουν μιας γενικής αναγνώρισης όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο, στην ιδέα της αμφισβήτησης της επάρκειάς τους είναι έτοιμοι να τρέξουν στον ψυχολόγο τους.
Παντού το ίδιο
Είναι μόνο θέμα των Αγγλων; Όχι ακριβώς. Παντού οι παίκτες που υπήρξαν μεγάλα ονόματα αποφεύγουν να μπλέξουν με την προπονητική. Παλιά λέγαμε ότι οι μεγάλοι παίκτες δεν γίνονται προπονητές: λάθος. Κάποιοι έγιναν και ήταν και καλοί. Ο Κρόιφ και ο Μπεκενμπάουερ. Ο Νταλγκλίς και ο Κίγκαν. Ο Καπέλο και ο Κάρλο Αντσελότι. Ο Ζαγκάλο και ο Μενότι. Ο Ντελ Μπόσκε και ο Λουίς Ενρίκε. Ο Γιουπ Χάινκες. Σήμερα ακόμα και στην Ιταλία και στην Ισπανία οι σταρ ποδοσφαιριστές σπανίως δοκιμάζουν την τύχη τους στην προπονητική κι ας έχουν οι χώρες αυτές παραγωγή προπονητών μεγαλύτερη από αυτή που βλέπουμε στο νησί. Δεν θα δούμε ποτέ προπονητή τον Μπάτζιο, τον Ντελ Πιέρο, τον Βιέρι, τον Τότι: ο Ρομπέρτο Μαντσίνι είναι μια εξαίρεση. Κι αποκλείεται να δούμε σε πάγκο να δίνει εντολές τον Ραούλ, τον Φερνάντο Τόρες ή τον Μπουντραγκένιο, που έγινε τεχνικός διευθυντής όπως κι ο Μπεκιριστάιν. Στις χώρες αυτές φίρμες της προπονητικής έγιναν ο Γκουαρντιόλα που κάποτε καθοδηγούσε από τα μετόπισθεν την Μπάρτσα – αλλά όχι ο Στόιτσκοφ και ο Ρομάριο που ήταν τα αστέρια της. Εγινε ο Αντόνιο Κόντε, αλλά όχι ο Πλατινί και ο Μπόνιεκ. Προσπαθούν να γίνουν προπονητές ο Πίρλο, ο Τσάβι, ο Φίλιπο Ιντζάγκι, ο Ντοναντόνι – ζορίζονται πολύ. Είναι πιο εύκολο το επάγγελμα για τον Αρτέτα και τον Τσάβι Αλόνσο, που ως ποδοσφαιριστές ήταν σπουδαίοι ρολίστες πολυτελείας. Μοναδική είναι η περίπτωση του Ζινεντίν Ζιντάν. Αυτός μέχρι τώρα παίζει το ρόλο του προπονητή της Ρεάλ και μόνο. Περιμένοντας ίσως να πάει στην Εθνική Γαλλίας.
Οι ήρωες του Εuro2004
Αλλά ας μην κοιτάμε μόνο τι συμβαίνει μακριά στα ξένα: δείτε τι γίνεται στην Ελλάδα. Από την Εθνική του 2004 προσπαθούν να κάνουν καριέρα ως προπονητές ο Δέλλας κι ο Νικοπολίδης κι ας με συγχωρέσει όποιος προσπαθεί να κάνει κάτι και τον έχω ξεχάσει. Περισσότεροι δοκίμασαν ως τεχνικοί διευθυντές (Νταμπίζας, Φύσσας, Τοροσίδης, Δημήτρης Παπαδόπουλος). Άλλοι επέλεξαν να γίνουν παράγοντες (Νικολάϊδης, Ζαγοράκης, Γιώργος Σαμαράς) κι άλλοι απλά να πάρουν θέσεις σε Ακαδημίες και σε προπονητικά τιμ μένοντας μάλλον μακριά από τις εντάσεις (Γιώργος Γεωργιάδης, Αβρααμ Παπαδόπουλος, Βενετίδης κτλ). Κάμποσοι πέρασαν από την ΕΠΟ: θα περάσουν κι άλλοι. Και είναι πολλοί αυτοί που βρήκαν τελικά ένα προορισμό στην τηλεόραση κάνοντας αυτό που οι πιο πολλοί όταν ήταν ποδοσφαιριστές κορόιδευαν. Σχολιάζουν δηλαδή ματς και φάσεις.
Σχολιαστές των άλλων
Αυτό, η τηλεοπτική καριέρα δηλαδή, είναι ο προορισμός των παικτών σε όλη την Ευρώπη. Οι μεγάλοι παίκτες προτιμούν την καριέρα του σχολιαστή που είναι εκτός Ελλάδας και θέση ακριβοπληρωμένη. Ο Λίνεκερ παίρνει πάνω από 1,5 εκατ στερλίνες το χρόνο! Καλοπληρωμένοι σχολιαστές είναι εκτός από τους γνωστούς Αγγλους (Νέβιλ, Κιν, Σίρερ κτλ) και ο Βιέρι, ο Μπέργκομι, ο Κασάνο, ο Ανρί, ο Λόταρ Ματέους. Ολοι αυτοί θέλουν κυρίως να παραμείνουν στο χώρο του ποδοσφαίρου αλλά χωρίς ευθύνες. Ετσι βρήκαν στην τηλεόραση ένα προορισμό που τους προσφέρει την ψευδαίσθηση ότι είναι πάντα στην επικαιρότητα του ποδοσφαίρου. Δεν είναι: το ποδόσφαιρο παίζεται στα γήπεδα κι όλα τα άλλα είναι απλά για να ασχολείται ο κόσμος. Δυστυχώς είναι φανερό πως οι σταρ ποδοσφαιριστές του καιρού μας πιο πολύ κι από το ποδόσφαιρο αγαπούν αυτό. Ολοι σχεδόν ψάχνουν ατάκες και σχόλια που θα τους διατηρούν στην επικαιρότητα της τηλεόρασης και πλέον και των sosial media. Στην Ελλάδα όσοι ασχολούνται δυσκολεύονται να κάνουν και αυτό (διότι τρέμουν την πιθανότητα να πουν κάτι που δεν θα αρέσει σε οπαδούς και δεν τολμάνε ούτε καν να προβληματίσουν το κοινό τους), αλλά είναι θέμα να αρχίσουν να το κάνουν κι εδώ. Αυτοί που σήμερα κάνουν τους σχολιαστές ως ποδοσφαιριστές φοβόντουσαν τα media – κάποιοι και γιατί είχαν δυσκολίες με την έκφραση. Οι επόμενοι θα είναι καλύτεροι σχολιαστές γιατί φοβούνται λιγότερο και μιλάνε καλύτερα. Αλλά προπονητές δεν βλέπω να γίνονται. Γιατί η δουλειά του προπονητή απαιτεί ιδέες, διοικητική και μανατζερική ικανότητα, δύναμη και σθένος. Λίγοι τα έχουν.
Ολοι αυτοί που παριστάνουν εκ τους ασφαλούς τους σχολιαστές θα έπρεπε να είναι πιο υποστηρικτικοί με τους πρώην συναδέρφους τους, που τολμούν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά του προπονητή που τους ίδιους τους τρομάζει. Αλλά η δειλία είναι καμιά φορά το μυστικό της θρασύτητας: οι Αγγλοι σχολιαστές πχ, οι περίφημοι «pundit» θα κάνουν κριτική στην FA γιατί δεν πήρε ένα Αγγλο προπονητή, αλλά αν η FA έπαιρνε ένα Αγγλο προπονητή θα τον σταύρωναν στην πρώτη ευκαιρία χωρίς ποτέ να εξηγήσουν την δυσκολία της δουλειάς τους. Θα το έκαναν μένοντας συνεπείς στο ρόλο τους. Που είναι αυτός του σχολιαστή, δηλαδή ενός τηλεοπτικού διασκεδαστή που συμβαίνει να έχει παίξει ποδόσφαιρο…