Είδα το Dune κι ευχαριστώ όποιον το έφτιαξε. Και ίσως κανονικά δεν θα έπρεπε να πω τίποτα άλλο. Αλλά όταν χαίρομαι θέλω να μοιραστώ τη χαρά μου – είναι πιο δυνατό από μένα. To Dune ως βιβλίο, (για την ακρίβεια ως σειρά βιβλίων διότι είναι έξι συνολικά), δεν θυμάμαι να έκανε ποτέ μεγάλο σουξέ στην Ελλάδα αντίθετα από τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών π.χ. που διαχρονικά έρχεται, φεύγει και επανέρχεται στους καταλόγους των σουξέ της λογοτεχνίας.
Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω καταλάβει και πόσο μεγάλη είναι διεθνώς η επιτυχία του βιβλίου του Φρανκ Χέρμπερτ, που οι κριτικοί θεωρούν ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Η λογοτεχνία αυτή αντιμετωπίζεται σοβαρά σε δυο περιπτώσεις: στην πρώτη όταν ο συγγραφέας πραγματεύεται ιστορίες στις οποίες το μεταφυσικό κουρελιάζει την πραγματικότητα – συμβαίνει με τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ π.χ. Στη δεύτερη, όταν ο «αφηγητής συγγραφέας» γίνεται ένας μικρός Θεός και παρουσιάζει ένα σύμπαν, ξεφεύγει δηλαδή από τους κανόνες της γήινης πραγματικότητας και μας ταξιδεύει σε κόσμους που έχει δημιουργήσει ο ίδιος – το κανε στο Dune o Φρανκ Χέρμπερτ και δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή. Κυρίως όμως δημιούργησε κάποιους φανατικούς του βιβλίου, του που ονειρεύτηκαν να το παρουσιάσουν στο μεγάλο κοινό ίσως γιατί όταν ήταν πιτσιρικάδες ο Χέρμπερτ τους ταξίδεψε στον πλανήτη Αράκις και τους γνώρισε ένα ένα τους πολλούς πρωταγωνιστές των βιβλίων του. Πέθανε μόλις 67 χρόνων: όσοι γνωρίσαμε το Dune, του χρωστάμε.
Αποτυχίες και εμμονές
Το Dune είναι δεδομένο ότι έχει επηρεάσει πολλούς από τους μεγάλους παραμυθάδες της εποχής μας – και ο Τζορτζ Λούκας και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ π.χ το ξέρουν καλά. Ο Λούκας πήρε από αυτό τον ιδέα της «Δύναμης» - αληθινό αλατοπίπερο των Star Wars. Αλλά άλλο είναι η επιρροή κι άλλο η αγάπη: το Dune για να το μεταφέρεις στην οθόνη απαιτεί ένα είδος πάθους. Αυτό το πάθος σίγουρα δεν το είχε ο Ντέιβιντ Λιντς, όταν ανέλαβε να το μεταφέρει στην οθόνη στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 με εντολή της οικογένειας Ντε Λαουρέντις που έβλεπαν σε αυτό τα υπερκέρδη ενός νέου «Πολέμου των Αστρων». Ο Λιντς βρέθηκε με ένα καστ ηθοποιών διαλεγμένων για να συζητηθούν (ο Στινγκ π.χ ήταν μια τέτοια επιλογή) και καταπλακώθηκε από το βάρος της ανάγκης να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ, δηλαδή να κινηματογραφήσει ένα έπος. Αλλά και ο Ντίνο Ντε Λαουρέντις βαρέθηκε να βλέπει την κόρη του Ραφαέλα να ξοδεύει για δυο χρόνια λεφτά, ενώ αυτός χρήματα ήθελε να βγάλει, και κάποια στιγμή σαν σατράπης πατέρας παρενέβη και για να γλυτώσει λεφτά, τους έδιωξε όλους χωρίς πάντως να αποφύγει το παταγώδες φιάσκο!
Το Dune του 1984 είναι ένα κολοσσιαία αποτυχία με την οποία ο συγγραφέας Χέρμπερτ σίγουρα θα γέλαγε: η ταραχή, που μπορεί να προκαλέσει η αναζήτηση υπερκερδών εκεί που αυτή είναι δύσκολη κι αμφίβολη, είναι άλλωστε ένα από τα θέματα που στο Dune διαπραγματεύεται. Πριν από τον Ντε Λαουρέντις και τον Λιντς είχε φάει τα μούτρα του γιατί είχε ανακατευτεί με το Dune ένας άλλος ενδιαφέρον αλλά άνισος σκηνοθέτης ο Χιλιάνος Αλεχάντρο Χοντορέφσκι που είχε αγαπήσει το βιβλίο γιατί αγαπούσε και τα ναρκωτικά, όπως άλλωστε κι ο κατά τα άλλα συντηρητικός Χέρμπερτ που λάτρευε τα ψυχότροπα. Ο Χιλιάνος ήθελε να αντιμετωπίσει την ιστορία του Dune ως μια ιστορία σχεδόν γκαγκστερική, στην οποία η διακίνηση ναρκωτικών θα ήταν στο κέντρο. Είναι αλήθεια πως κάποιες πτυχές του βιβλίου του Χέρμπερτ δίνουν και αυτή την δυνατότητα ανάγνωσης, αλλά το Dune είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο και πολύ πιο επικό: η μερικότητα της ανάγνωσης δεν του ταιριάζει. Η αποτυχία του Χοντορόφσκι μας έδωσε τουλάχιστον ένα ωραίο ντοκιμαντέρ - το «Jodorowsky's Dune»: οι φανατικοί του Dune το ξέρουν.
Όπως φυσικά ξέρουν και την καλύτερη μεταφορά του (πριν αναλάβει δράση ο Βιλνέβ), αυτή που έγινε τηλεοπτικά από τον Τζον Χάρισον το 2000 για το Sci-Fi Channel. Ο Χάρισον μετέφερε αξιοπρεπέστατα την ιστορία του πρώτου βιβλίου (έκανε μάλιστα και μια συνέχεια βασισμένη σε δύο επόμενα βιβλία) ποντάροντας σε καλούς ηθοποιούς, όπως ο Γουίλιαμ Χαρτ πχ. Αλλά όσο κι αν οι χαρακτήρες υπήρξαν έλειπε αυτό που έχει η ταινία του Βιλνέβ, δηλαδή η ατμόσφαιρα, η εικονολατρική λαμπρότητα και εν τέλει το ίδιο το σύμπαν που ο Χέρμπερτ δημιούργησε. Και που ο προικισμένος Καναδός σκηνοθέτης παρουσιάζει σαν φανατικός του ακόλουθος αλλά και σαν πιτσιρικάς που έχει από το βιβλίο μαγευτεί και έχει ονειρευτεί τις σελίδες του ξύπνιος. Διότι μόνο σε όνειρα μπορεί να συλλάβει κανείς όλη αυτή την εικαστική κυρίως μαγεία που η ταινία περιέχει.
Μια σειρά από κομμάτια
Το Dune είναι μια περιπέτεια – για την ακρίβεια μια σειρά από μικρές περιπέτειες που ακολουθούν η μία την άλλη για να δημιουργήσουν το μεγάλο παζλ. Ως περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας έχει πολλά που ξέρουμε: μια καλή αλλά παράξενη οικογένεια, ένα πλανήτη κάπου στην άκρη του σύμπαντος, κάποιους κακούς που εκμεταλλεύονται την έρημό του όπως οι καπιταλιστές τη Μέση Ανατολή και το πετρέλαιο της, κάποιους μαχητές που θα φέρουν στο προσκήνιο την ανάγκη για δικαιοσύνη, ένα ήρωα που ενηλικιώνεται κι ένα Αυτοκράτορα που νομίζει πως κουνάει τα σκοινάκια πιστεύοντας πως όλοι είναι μαριονέτες του. Κι έχει και μονομαχίες, και προδοσίες, και έρωτες και μυστικές δυνάμεις και εκπλήξεις. Αλλά όλη αυτή η γνωστή συνταγή έχει ένα μεγάλο αφηγητή που, όπως όλοι οι παραμυθάδες, τρελαίνεται από την χαρά του να παρουσιάζει λεπτομέρειες, να μιλάει για ήρωες, να επεξηγεί τα πάντα κάνοντας όποιον τον παρακολουθεί να κρέμεται από τα χείλι του – για την ακρίβεια από τα κάδρα του. Τον Ντενί Βιλνέβ.
Όπως ακριβώς κι όταν ανέλαβε τη συνέχεια του Blade Runner ο Βιλνέβ ζωγραφίζει κάδρα και πλάνα στα οποία στη συνέχεια προσθέτει ενέργεια: τους δίνει φλόγα. Η τεράστια διαφορά είναι ότι εδώ προσεγγίζει ένα βιβλίο που λατρεύει με μια θρησκευτική σχεδόν διάθεση – δεν κάνει μια ταινία, πιστεύει πως βάζει τις βάσεις για την διάδοση ενός πάθους, που μπορεί να γίνει κάτι σαν θρησκεία. Για να καταλάβετε την παραληρηματική προσήλωση σκεφτείτε κάτι απλό: ότι ένας φανατικός Χριστιανός ανακαλύπτει το Ευαγγέλιο και το κάνει ταινία, ενώ ο Χριστιανισμός δεν υπάρχει κι ο δημιουργός πιστεύει πως πρέπει να γίνει παγκόσμια θρησκεία! Όλα - οι ηθοποιοί, η μουσική, η φωτογραφία, τα εφέ - υπηρετούν αυτό το ιερό πάθος: αν και υπερπαραγωγή το Dune είναι μια ταινία δημιουργού – άλλος δεν θα μπορούσε να το ζωντανέψει.
Μην το δεις αν…
Ο Βιλνέβ για να τα καταφέρει δανείζεται πολλά από μεγάλους αφηγητές (από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Κουροσάβα), χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς του ως ζωντανά κομμάτια των κάδρων του, φυσικά υπερβάλει γιατί μόνο έτσι μπορεί να σε αναγκάσει να απορροφήσεις σταματώντας να σκέφτεσαι, πράγμα που στα θρησκευτικά κηρύγματα επιβάλλεται. Αλλά αυτό που προκύπτει είναι ένα αληθινό σύμβολο πίστης – το ζήτημα είναι πόσο αφορά τους θεατές γενικά. Το Dune δεν είναι προορισμένο για αδιάφορους αλλά για όσους θέλουν να πιστέψουν. Υπάρχουν; Δεν το ξέρω.
Αν δεν μπορείς να αφήσεις όλα όσα κουβαλάς στο μυαλό σου έξω από το σινεμά μην το δεις: ούτε θα το καταλάβεις, ούτε θα το απολαύσεις. Αλλά αν έχεις τη διάθεση να γνωρίσεις ένα αληθινό σύμπαν βέβαιος ότι αυτό υπάρχει, θα κάνεις ένα υπέροχο ταξίδι στην άκρη του. Και θα μετράς τις μέρες μέχρι να ρθει το δεύτερο μέρος. Όπως εγώ.