Πριν από μερικούς μήνες το Υπουργείο Εσωτερικών είχε στείλει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή στους δημάρχους της χώρας, μια επιστολή παράκλησης με την οποία τους ζητούσε να περιορίσουν την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και πετρελαίου τον φετινό χειμώνα εξαιτίας του υψηλού κόστους της ενέργειας. Περίμενα ότι το πρώτο πράγμα που δεν θα βλέπαμε φέτος τα Χριστούγεννα ήταν οι στολισμοί των δρόμων με αυτά τα χιλιάδες φωτάκια, που τους δίνουν αυτές τις μέρες μια άλλη διάσταση, αυτή που συνήθως ισορροπεί ανάμεσα στο κιτς και στο παραμυθένιο. Διάβασα ότι οι δήμαρχοι, οι οποίοι δέχτηκαν να κάνουν αυτού του είδους τους περιορισμούς, ήταν τελικά ελάχιστοι και ότι οι περιορισμοί σε λίγες μόνο περιπτώσεις αφορούσαν την φωταγώγηση των δρόμων. Έγινα έξαλλος. Μου φαινόταν πραγματικά αδιανόητο ότι μία χρόνια σαν την φετινή, στην οποία το κόστος του φυσικού αερίου και του πετρελαίου είναι γιγάντιο, οι δήμαρχοι δεν καταλαβαίνουν ότι οι φωταψίες είναι μία πολυτέλεια χωρίς την οποία δεν θα παθαίναμε και κάτι. Θύμωσα ακόμα πιο πολύ όταν διάβαζα πως δεξιά και αριστερά σε όλη τη χώρα διοργανώνονται και ειδικές γιορτές έναρξης της ειδικής χριστουγεννιάτικης φωταγώγησης με χιλιάδες κόσμο, συμμετοχές τραγουδιστών και συγκροτημάτων και πανηγύρια απίθανα. Και μετά συνέβη κάτι απλό. Οχι στη χώρα, αλλά στο σπίτι μου. Ήρθαν η γιαγιά και η ανιψιά και στόλισαν το δέντρο το χριστουγεννιάτικο αυτό στο οποίο προβληματιστήκαμε σοβαρά με την ανιψιά μου, αν εκτός από χριστουγεννιάτικες μπάλες, μπορούμε να βάλουμε και τους Avengers. Οι δυο τους έκαναν και κάτι άλλο που μόνος μου ανάθεμα κι αν θα έκανα ποτέ: γέμισαν το σαλόνι του σπιτιού μου με πολύχρωμα φωτάκια, κολλήσανε και Αγιοβασίληδες στις μπαλκονόπορτες, κρέμασαν και κάτι άλλα φανταχτερά και χριστουγεννιάτικα και το σπίτι άλλαξε. Δηλαδή ξαναέγινε όπως πέρσι. Δηλαδή γιορτινό. Και κάπου εκεί τους κατάλαβα τους δημάρχους και είπα πάλι καλά που στις παρακλήσεις του υπουργού δεν πειθάρχησαν και έστειλαν τις παρακλητικές επιστολές του στον κάδο των αχρήστων.
Σαφώς και θα ήταν καλό να γίνει οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας, αλλά θα ήταν κρίμα κι άδικο αυτή να αρχίσει σβήνοντας τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Όταν ήμασταν παιδιά περιμέναμε τις γιορτές, θυμάμαι, με μια παράξενη γλυκιά ανυπομονησία. Θα κλείνανε για λίγες μέρες τα σχολεία και αυτό από μόνο του σήμαινε πως θα υπήρχε χρόνος για ραχάτι και χουζούρι. Περιμέναμε δώρα τα οποία δεν ήταν απαραίτητο να τα φέρει ο Αγιος Βασίλης: και ο θείος να τα έφερνε μια χαρά ήταν. Κυρίως, όμως, αυτό που ως παιδιά καταλαβαίναμε είναι ότι οι μέρες αυτές είχαν μια καταλυτική επίδραση στους τριγύρω μας: ήταν στα ξαφνικά όλοι διαφορετικοί, ενώ όλα ήταν ίδιοι. Οι γονείς ήταν ξαφνικά πιο γελαστοί και πιο ήρεμοι και οι φίλοι τους είχαν πάντα κάτι καλό να πουν. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έλαμπαν ξαφνικά από ευτυχία και κυκλοφορούσαν βάζοντας τα καλά τους. Ο κόσμος πραγματικά άλλαζε: ακόμα και τα ρεπορτάζ των δελτίων ειδήσεων ήταν κομμάτι διαφορετικά, διότι ξαφνικά μας απασχολούσε πως πέρασαν τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στην Αμερική ή στην Αυστραλία που πάντα έκαναν μπάνιο οι Αγιοβασίληδες. Ενας ασύμβατος για τα δεδομένα μας κοσμοπολιτισμός εισέβαλε περίπου από το πουθενά, μόνο γιατί ήταν Χριστούγεννα. Και σχεδόν πάντα όλο αυτό το φωτεινό διάστημα - φωτεινό πρώτα απ’ όλα για τις ζωές μας τις ίδιες – ξεκινούσε όταν στο σπίτι άναβαν τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Τόσο πολύ μου άρεσαν που την τρέλα αυτών που το χριστουγεννιάτικο δέντρο το κρατάνε όλο το χρόνο, έφτασα να την κατανοώ και να την επικροτώ πριν καν γίνει μόδα.
Όταν μεγαλώσαμε χάσαμε αυτή τη γλυκιά αναμονή των γιορτών – δεν περιμένουμε να κλείσουν τα σχολεία, μάθαμε ότι τον Αγιο Βασίλη τον λέγανε μπαμπά, η ιδέα ότι έπρεπε να κάνουμε εμείς τώρα δώρα μας άγχωνε. Αλλά στο μεταξύ ανακαλύψαμε κάτι: πως οι χριστουγεννιάτικες γιορτές είναι η επανάληψη της πιο όμορφης ρουτίνας, μια ασταμάτητη και χωρίς εκπλήξεις επιστροφή μιας διαδικασίας που λειτουργεί σαν ευχάριστο διάλειμμα. Συναρπαστικό; Νομίζω καθόλου – σχεδόν κάθε χρόνο κάνουμε τα ίδια. Αλλά ως διάλλειμα απαραίτητο και αναγκαίο, όπως εκείνο το όνειρο που σε κάνει να ξυπνάς με ένα χαμόγελο που δεν σβήνει, έστω κι αν ανοίγοντας τα μάτια έχεις ανακαλύψει πως τίποτα δεν έχει συμβεί πραγματικά.
Γιατί δεν έχουμε βαρεθεί τα Χριστούγεννα ενώ έχουμε ζήσει ένα σωρό από δαύτα; Μοιάζει μυστήριο. Μήπως συμβαίνει γιατί φεύγουμε κάθε χρόνο στο εξωτερικό και τα περνάμε υπέροχα σε μέρη μαγικά; Ούτε για αστείο. Μήπως γιατί πάντα σε αυτά έχουν συμβεί γεγονότα μοναδικά κι υπέροχα; Σπάνια έχει συμβεί οτιδήποτε. Η απάντηση στα ερωτηματικά είναι απλή: αν τα περιμένουμε τα Χριστούγεννα είναι γιατί όταν ανάψουν τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο σπίτι κάτι απροσδιόριστο αλλάζει σε μας πρώτα από όλα. Δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά το βλέπουν τα παιδιά. Όπως κι εμείς το βλέπαμε όταν παιδιά είμασταν.
Αυτά τα φωτάκια έχουν μια παράξενη μαγεία – ενώ είναι μικρούλια και καμιά φορά καίγονται κιόλας, φωτίζουν τα πάντα. Αν δεν ανάψουν δεν ακούγεται τίποτα - ούτε καμπάνες απο εκκλησιές, ούτε κάλαντα. Αν αύριο μια κυβέρνηση έβγαζε μια οδηγία με την οποία μας καλούσε να μην τα χρησιμοποιήσουμε φέτος για να συμβάλουμε σε κάποιου είδους θαύμα της οικονομίας, απλά θα την μισούσαμε. Τι νόημα θα είχαν τα Χριστούγεννα, αν δεν υπήρχαν τα φωτάκια που κάνουν κάθε σαλόνι κάτι σαν σκηνικό παιδικής παράστασης; Και πως θα τα χαιρόμασταν, αν οι δρόμοι έμεναν σκοτεινοί, όπως συνήθως είναι όλο το χειμώνα; Που θα βλέπαμε τα σημάδια του ερχομού τους; Τώρα πια ούτε και τα ρεπορτάζ των ειδήσεων δεν κάνουν αναφορές σε αυτόν!
Χωρίς τα φωτάκια τα Χριστούγεννα θα περνούσαν και πολλοί δεν θα καταλαβαίναμε ότι ήρθαν. Όσοι δουλεύουμε πολύ, όσοι είμαστε μόνοι, όσοι ξεχάσαμε τον κόσμο τον πραγματικό για χατίρι του δικού μας, αν τα φωτάκια δεν άναβαν δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα. Και θα γινόμασταν ακόμα πιο κακιασμένοι, πιο ανάποδοι, πιο βαρετοί. Δεν θα ακούγαμε κάλαντα, δεν θα παίρναμε ένα δώρο έστω στο μουτζούφλη εαυτό μας. Δεν θα ανταλλάσσαμε ευχές – έστω με τον ταξιτζή που χρειαστήκαμε.
Τα προηγούμενα χρόνια κάναμε Χριστούγεννα σπίτι: δεν κυκλοφορήσαμε γιατί μας το ζήτησαν, δεν είμασταν πιο πολλοί από οκτώ στο τραπέζι, δεν μαζευτήκαμε ούτε καν για να αλλάξουμε δώρα. Το αντέξαμε. Τα επόμενα χρόνια είναι δεδομένο πως οι γιατροί θα μας κόψουν τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, το ένα ποτό παραπάνω που τα γιορτινά βράδια απαιτούν. Πιστεύω πως κι αυτό θα το αντέξουμε. Αρκεί να ανάβουν τα φωτάκια: η λάμψη τους είναι το σήμα έναρξης μιας γιορτής στην οποία μπορεί ο καθένας να δώσει το δικό του περιεχόμενο. Δεν υπάρχουν κανόνες και οδηγοί συμπεριφοράς: ο καθένας μπορεί να γιορτάσει τα Χριστούγεννα όπως θέλει – ακόμα και μόνος του. Αρκεί να ανάψουν τα φωτάκια. Χριστούγεννα χωρίς φωτάκια, που τρεμοπαίζουν, απλά δεν υπάρχουν.
(Βημαγκαζίνο, Χριστούγεννα του 2022)