Από τότε που ξεκίνησε όλη αυτή η τρομερή ιστορία παρακολουθώ την κοινωνική επικαιρότητα της Κίνας – στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, διότι μιλάμε για μια χώρα με ελεγχόμενη ενημέρωση: αυτό που θέλω να καταλάβω είναι πότε η Κίνα επέστρεψε (;) σε μια φάση κανονικότητας – πότε δηλαδή ξανάρχισαν οι άνθρωποι να κυκλοφορούν, πότε άνοιξαν ξανά τα καταστήματα και πότε ξεκίνησαν πάλι τα πρωταθλήματα. Και φυσικά πότε ξανακούστηκε η φράση «Πάμε απόψε σινεμά;». Ελπίζω να συμφωνείτε πως η χαρά που θα νοιώσουμε όταν την ξαναπούμε θα είναι τεράστια. Είναι παρήγορο πως από τις 20 Μαρτίου αυτή η ερώτηση ξανακούγεται στην Κίνα.
Το Σαββατοκύριακο 21-22 Μαρτίου άνοιξαν ξανά οι κλειστές από τον περασμένο Ιανουάριο κινηματογραφικές αίθουσες. Η κίνηση χαιρετίστηκε ως ένα ακόμα μικρό βήμα προς την επιστροφή στην κανονική ζωή: «ένα μικρό βήμα για τον κινηματογραφόφιλο ένα μεγάλο βήμα για την Κίνα», έγραψε παραφράζοντας την σχετική φράση του Νιλς Αμστρονγκ ο ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας la Reppublica, από όπου ανίχνευσα τη σχετική είδηση. Εψαξα από περιέργεια να βρω κάποιες λεπτομέρειες. Το πρώτο weekend που δόθηκε το δικαίωμα της επιστροφής στα σινεμά άνοιξε μόνο το 4,5% των αιθουσών: μιλάμε για 507 αίθουσες – οι πιο πολλές άνοιξαν στις περιοχές, που είχαν τα λιγότερα προβλήματα με τον ιό. Το Σάββατο 21 Μαρτίου, πρώτη μέρα της επαναλειτουργίας, στην επαρχεία Χιν Τσιάνγκ, την πιο δυτική της Κίνας, κόπηκε το 80% των εισιτηρίων που πωλήθηκαν σε όλη τη χώρα και το ποσό που εισπράχτηκε ήταν κάτι περισσότερο από χίλια οκτακόσια ευρώ. Αν υπολογίσουμε ότι το κόστος του εισιτηρίου είναι γύρω στα 2 ευρώ οι θεατές στην συγκεκριμένη περιοχή ήταν γύρω στους 900. Στην τεράστια επαρχία του Χουνγκ Ντονγκ οι συνολικές εισπράξεις δεν ξεπέρασαν τα 30 ευρώ – μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ότι υπήρξαν προβολές με δυο θεατές σε κάθε αίθουσα. Ενας λόγος ήταν και ότι δεν υπήρξαν φυσικά νέες ταινίες. Στις κινέζικες αίθουσες είχαμε κατά βάση επαναληπτικές προβολές blockbuster της περσινής χρονιάς, όπως είναι το «Wolf Warrior», (η κινέζικη εκδοχή του Ράμπο), ή το επικό «The Wandering Earth», μια ταινία επιστημονικής φαντασίας όπου οι κοσμοναύτες της χώρας του Δράκου σώζουν την ανθρωπότητα. Η στόχευση ήταν προφανώς το νεανικό κοινό, αλλά κι αυτό στα σινεμά δεν πήγε. Προτίμησε τα πάρκα και τις πλατείες για περιπάτους, που γίνονται όμως συνήθως μοναχικά.
Γιατί βιάστηκαν οι Κινέζοι και γιατί δεν περίμεναν να ανοίξουν τα σινεμά τους όταν θα υπήρχαν νέες ταινίες της δικής τους, αλλά και της παγκόσμιας παραγωγής; Μια απάντηση στην ερώτηση είναι ότι μια αρχή έπρεπε να γίνει κι έγινε, αλλά ο πιο βασικός λόγος της επανέναρξης είναι οι δημοσκοπήσεις: σε αυτές το 70% των ανθρώπων ηλικίας μέχρι 50 χρονών απαντούσε πως το πρώτο πράγμα που θα κάνει μόλις ολοκληρωθεί η καραντίνα ήταν να πάει σινεμά – μόλις το 15% δήλωνε πως του έχει λείψει το θέατρο π.χ. Η αγάπη για το σινεμά παρέμεινε δυνατή στη χώρα και γιατί στους μήνες του αποκλεισμού, με απόφαση της κυβέρνησης, μεταδόθηκαν από την τηλεόραση οι προγραμματισμένες να βγουν στις αίθουσες ταινίες – μια κινέζικη κωμωδία μάλιστα, με τον τίτλο «Χαμένοι στη Ρωσία» προκάλεσε τόσο ενθουσιασμό, ώστε μεταδόθηκε τρεις φορές. Αλλά παρά τις διακηρύξεις αγάπης και τους όρκους των κινέζων ότι τους έλλειψε η υποχρεωτικά κλειστή κινηματογραφική αίθουσα, όταν στην Κίνα οι αίθουσες ξανάνοιξαν αυτό το 70% που δήλωνε τη λατρεία του για το χαμένο σινεμά έμεινε σπίτι. Κι αυτό είναι ένα παράξενο σημάδι για όσους από μας προσπαθούμε να καταλάβουμε πως και πόσο αυτή η περιπέτεια μπορεί να αλλάξει τον κόσμο μας.
Υπάρχει πάντα μια διαφορά ανάμεσα στο «θέλω» και στο «κάνω», αλλά στην περίπτωση των σινεμά της Κίνας αυτή είναι η εντυπωσιακότερη που έχει καταγραφεί: ένας κόσμος που δήλωνε πόσο ανυπομονούσε να πάει σινεμά, όταν είχε την ευκαιρία να το κάνει δεν το έκανε. Μετά το πρώτο Σαββατοκύριακο ο κόσμος ήταν λίγο περισσότερος, αλλά και πάλι λίγος. Κι από τις 507 αίθουσες που άνοιξαν στις αρχές Απριλίου αρκετές ξανάκλεισαν. Σε κάποιες ταλαιπωρημένες επαρχίες γιατί το επέβαλε το Κράτος εξαιτίας του ιού, αλλά στις πιο πολλές γιατί δεν υπήρχαν θεατές.
Πολλοί έχουν αρχίσει να συζητούν και να προβληματίζονται για το αν αυτή η νέα πραγματικότητα θα δημιουργήσει νέες συνήθειες. Εγώ λέω ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να προκύψει ως ψυχική ασθένεια ένα περίεργο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», να συνεχίσουμε δηλαδή να τρέχουμε για να κλειστούμε στα σπίτια μας σαν να νοιώθουμε εξαρτημένοι από την μοναξιά μας – σαν να έχουμε ερωτευτεί τον εαυτό μας που μας απήγαγε και μας έκλεισε σπίτι μακριά από τους φίλους μας και τις συνήθειες που αγαπάμε. Θα είναι χειρότερο κι από τον τωρινό υποχρεωτικό εγκλεισμό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η καραντίνα είναι τελικά η μόνη μας σωτηρία, ακόμα κι όταν αυτή δεν είναι πλέον απαραίτητη. Θα είναι συγκλονιστικά άδικο, πρώτα από όλα για μας τους ίδιους, να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο τιμωρηθήκαμε για τις συνήθειες μας και για αυτό πρέπει να τις αλλάξουμε. Και θα είναι λάθος μας να αρχίσουμε να τις αντιμετωπίζουμε ενοχικά και να καταλήξουμε στο τραγικό συμπέρασμα ότι ζούσαμε σε ένα εχθρικό κόσμο από τον οποίο πρέπει να γλυτώσουμε προτιμώντας την απομάκρυνση και την απομόνωση.
Εγραφα ότι θα νοιώσουμε χαρά τεράστια όταν μπορούμε να ξαναρωτήσουμε κάποιο αν θέλει να πάμε σινεμά - παρασύρθηκα από την αδημονία και σας ζητώ συγνώμη για το λάθος μου. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μας πάρει να ξανακάνουμε αυτή τη μπανάλ κάποτε πρόταση. Ξέρω, όμως, ότι η κανονικότητα θα επανέρθει, όχι όταν κάνουμε αυτή την ερώτηση, αλλά όταν η χαρά μιας καταφατικής απάντησης θα είναι μεγαλύτερη από τη χαρά της ερώτησης. Ο κόσμος θα είναι κανονικός, όταν θα χαρούμε γιατί η απάντηση του άλλου θα είναι «ναι, ευχαρίστως». Αυτό, και όχι η ερώτηση, θα είναι η απόδειξη ότι όλα πάνε καλά. Γιατί αν τα σινεμά, τα θέατρα, τα εστιατόρια, τα γήπεδα είναι πάλι ανοιχτά, αλλά δεν έχεις όρεξη να τα επισκεφτείς γιατί δεν βρίσκεις παρέα για να το κάνεις, ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ίδιος. Κι ας μοιάζει ξανά τέτοιος…
(ΒΗΜΑgazino, Aπρίλιος του 2020)