Το νέο δημιούργημα του Κρίστοφερ Νόλαν με τον παράξενο τίτλο «Τenet» είναι λόγος για να ξεπεράσεις τους όποιους δισταγμούς σου και να πας να το δεις στο σινεμά. Το «Τenet» είναι φτιαγμένο για το σινεμά: είναι αδύνατο να το χαρείς στην τηλεόραση, γιατί η μεγάλη οθόνη είναι προαπαιτούμενο, και για το καταλάβεις (;) είναι απαραίτητο το είδος της προσοχής, που προκύπτει μόνο από το βύθισμά σου στο βαθύ σκοτάδι. Ως εκ τούτου είναι μια ταινία τη δεδομένη στιγμή χρήσιμη: έρχεται να θυμίσει σε όποιον αγαπάει το σινεμά την ίδια την ανάγκη της ύπαρξής του, σε μια στιγμή που οι περισσότερες αίθουσες στον κόσμο είναι άδειες. Άθελά του (γιατί όταν άρχισε να γυρίζει την ταινία δεν υπήρχε κορωνοϊός και πανδημία) ο Νόλαν βρέθηκε σε μια σπάνια θέση αναλαμβάνοντας μια αποστολή γιγάντια: πρέπει να σώσει το σινεμά υποχρεώνοντας όποιον το αγαπάει να τρέξει να δει το δημιούργημά του. Ακόμα και για να εκφράσει ενστάσεις που είναι κατανοητές.
Ενας τίτλος, ένα μήνυμα
Ακόμα και οι τίτλοι των ταινιών του Νόλαν έχουν μια παραξενιά: Interstellar, Mementο, Inception δεν είναι τίτλοι συνηθισμένοι, αλλά όλοι περιγράφουν τι περίπου θα δεις. Η αγάπη του Νόλαν για τις λεπτομέρειες φαίνεται ακόμα και σε αυτό: ο προικισμένος αυτός αφηγητής απαιτεί να κοιτάζεις το μικρό πιο πολύ από το μεγάλο – να ψάχνεις, κι όχι απλά να βλέπεις τις ταινίες του. Ο τίτλος «Τenet» είναι ένα κλειδί αποκωδικοποίησης της ταινίας: επιλέχτηκε γιατί διαβάζεται το ίδιο κι από την αρχή κι από το τέλος του. Τι σημαίνει; Δεν έχει καμία σημασία. Είναι κάτι σαν σύνθημα - ένα σημάδι για το τι είναι η ταινία που θα δεις: όπως λέει και κάποιος από τους ήρωές της «πρέπει να ξεχάσεις την γραμμική αφήγηση για να καταλάβεις που βρίσκεσαι». Που βρίσκεσαι, όμως δεν στο λέει.
Είναι αδύνατο να κάνεις κριτική στο καθαρά τεχνικό κομμάτι μιας ταινίας του Νόλαν χωρίς να της βάλεις άριστα. Ο Αγγλος αγαπά το σινεμά – δηλαδή τη δημιουργία των εικόνων - με ένα τρόπο παράφορο. Μολονότι η ταινία κινείται στον πυρήνα αυτού που αποκαλούμε «επιστημονική φαντασία» (φαντασία κι επιστήμη μάλιστα σου παρέχονται σε δόσεις περίπου ισόποσες), εν τούτοις ο Νόλαν δεν καταφεύγει στην ευκολία των υπολογιστών και των ψηφιακών εφέ, αλλά χρησιμοποιεί τα χρήματα της παραγωγής για να ανατινάξει αεροπλάνα και καταφύγια, για να κάνει γυρίσματα σε τόπους εξωτικούς, για να συλλέξει εικόνες, ώστε να ομορφύνει το ταξίδι σου. Η ταινία διαρκεί πολύ και συγχρόνως διαρκεί και λίγο: ο τρόπος που ο σκηνοθέτης συνθέτει τα κομμάτια της δεν βαραίνει το μάτι (όπως στιγμές στιγμές στο Inception) αλλά ούτε και το μυαλό (όπως συνέβαινε στο Ιnterstellar).
Οι δυο αυτές προηγούμενες ταινίες του είναι κομβικές στην κατανόηση του Τenet: είναι βέβαιο ότι αφηγηματικές ιδέες που δεν χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές, βοήθησαν τον Νόλαν να χτίσει την εφετινή του – έστω κι αν απουσιάζει από το σενάριο ο πολυμήχανος αδερφός του. Με μια μικρή διαφορά: τώρα η μετάβαση στο μεταφυσικό γίνεται πιο αργά. Όλα ξεκινούν σαν μια ταινία δράσης κι όλα είναι γραμμικά και απλουστευμένα, πριν ανοίξει μια πόρτα και βρεθούμε στο σκηνοθετημένο χάος. Και ίσως αυτό είναι που κομμάτι ενοχλεί αυτή τη φορά ακόμα και κάποιους από τους φανατικούς του: ο Νόλαν στήνει ένα παιγνίδι χωρίς να σου πει εξ αρχής τους κανόνες, όπως στο Ιnception, και χωρίς να σε προϊδεάσει ότι δεν υπάρχει χωροχρόνος, όπως στο διαστημικό Interstellar. Σε γοητεύει, σχεδόν σε παραπλανεί, σε πείθει πως θα δεις μια συμβατική ταινία εντυπωσιακής δράσης (ένα Τζέιμς Μποντ με αφήγηση Σκοτεινού Ιππότη π.χ) και μόλις εσύ αφεθείς πιστεύοντας πως θα περάσεις 150 λεπτά ηρωικών κατορθωμάτων με κάτι τις από έρωτα, ανατινάξεις και κακούς Ρώσσους ολιγάρχες, σε πιάνει από τα μούτρα και σου λέει ότι όλα είναι πολύ περισσότερο σύνθετα. Στα τελευταία 45 λεπτά, όταν ανεβαίνει το μίξερ της έντασης, απλά αναρωτιέσαι τι έβλεπες μέχρι τώρα. Φεύγεις με την αίσθηση ότι έχεις παρακολουθήσει δυο ταινίες. Κι αν σου αρέσει η πρώτη, αυτή στην οποία όλα ήταν πιο συμβατικά και όλα ήταν πιο εξηγήσιμά, έχεις ενστάσεις και αντιρρήσεις για τη δεύτερη. Ξεχνώντας σχεδόν ότι έχουμε να κάνουμε με σινεμά.
Αρχή χωρίς τέλος, τέλος χωρίς αρχή
Στο σινεμά πολλές φορές το σενάριο έχει διάφορα επίπεδα – στο «Tenet» το πρόβλημα είναι ότι το δεύτερο επίπεδο τεμαχίζει το πρώτο: το μήνυμα του φινάλε, η κατά το Νόλαν απόλυτη εξήγηση όσων μπορεί να εξηγηθούν, καταργεί απόλυτα το όποιο σασπένς του πρώτου μέρους – η χρονική κυκλικότητα, (όπως και η ίδια η λέξη Tenet) δεν έχει αρχή και τέλος, άρα δεν έχει και κορύφωση (αφού «ότι έγινε έγινε») - και σταματάω εδώ για να μην αποκαλύψω κάποιο από τα μυστικά της ταινίας σε όποιον δεν την έχει δει. Απλά αναρωτιέμαι τι είναι κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, δηλαδή χρόνο. Ο Νόλαν το ονομάζει «χρονική ψαλίδα», αλλά ο όρος δεν υπάρχει. Φυσικά ο σκηνοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να μας αποκαλύψει τα μυστικά των διαστάσεων του χωροχρόνου: να μας διασκεδάσει θέλει και το κάνει. Ισως μια μικρότερη δόση επιστημονικοφάνειας να μας έδινε το δικαίωμα να παρακολουθούσαμε την ταινία χωρίς την καταπίεση της έρευνας των μηνυμάτων της – δεν χρειάζεται βλέποντας μια ταινία να νιώθεις ότι θα γράψεις και διαγώνισμα. Μάλιστα αυτή είναι και η συμβουλή μου σε όποιον τη δει: όσο λιγότερο σκεφτείς τι διάβολο συμβαίνει τόσο πιο πολύ θα την απολαύσεις.
Ενας παράλογος κόσμος
Ο Νόλαν ασχολείται μανιωδώς με όλα τα τεχνικά και σπανίως καταπιάνεται με τους ηθοποιούς του, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ποτέ το σύνολο του σεναρίου, παρά μόνο τις ατάκες που έχουν στις σκηνές τους. Οι ηθοποιοί είναι μέρος του ντεκόρ και το αν θα καταφέρουν να χτίσουν χαρακτήρες εξαρτάται από τους ίδιους, κι όχι από τον καθοδηγητή σκηνοθέτη. Εχει πλάκα αλλά αν διαβάσεις πέντε κριτικές θα διαπιστώσεις πως στους κριτικούς άρεσαν διαφορετικοί ηθοποιοί (!) – άλλος χάρηκε με τον Πάτισον, άλλος με τον Ντέιβιντ Γουάσιγκτον άλλος με την παγωμένη Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι. Είναι κι αυτό ένα παιγνίδι του Νόλαν που όμως δεν θα το παίξω. Προτιμώ αντιθέτως να σας πω πως πέρα από τις γλυκές εμμονές του, στο Tenet καταλαβαίνεις για πρώτη ίσως φορά και από πού αντλεί εμπνεύσεις. Εδώ υπάρχουν χαρακτήρες που θα μπορούσαν να βρίσκονται στο Matrix, καταστάσεις που θυμίζουν τον Εξολοθρευτή, σκηνές, όπως η πρώτη, που θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο Τζον Μακ Τίρναν ή ο Τζέιμς Κάμερον: μαθαίνουμε το Νόλαν λίγο πιο πολύ. Το Tenet είναι ίσως η πιο προσωπική του ταινία – προσωπική γιατί απευθύνεται στο κοινό που έχει χτίσει, ένα κοινό που σίγουρα ενθουσιάστηκε κάποτε με το Lost πχ: η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα γιγάντιο επεισόδιο του πέμπτου κύκλου (δηλαδή του δυσκολότερου) της εμβληματικής αυτής σειράς. Προκαλεί στιγμές στιγμές την ίδια απόλαυση, αλλά και τις ίδιες απορίες. Εχει όλη τη γοητεία μια άλυτης (;) αλλά θεαματικής σπαζοκεφαλιάς.
Ομολογώ ότι θα ήμουν σκληρότερος μαζί της αν δεν την είχαμε τόσο ανάγκη εμείς που αγαπάμε το σινεμά και υποφέρουμε βλέποντας άδειες τις αίθουσες. Το ότι η εικονολατρεία του Νόλαν έρχεται να σώσει (;) το σινεμά μου δημιουργεί ένα είδος ανακούφισης: μου μοιάζει σαν σημάδι ότι το σινεμά θα σωθεί από την εικόνα. Κι όποιος μιλά για υπερβολές και παραλογισμούς, ας σκεφτεί πόσο παράλογος είναι ο κανονικός μας κόσμος, αυτός που ένα ιός διέλυσε…