Πήγα να δω το The Brutalist με τεράστια περιέργεια και γιατί οι κριτικές που διάβασα ήταν κομμάτι αμήχανες: δεν φταίνε οι κριτικές, φταίει ότι είναι κομμάτι δύσκολο να γράψεις για την συγκεκριμένη ταινία χωρίς να αποκαλύψεις τις πτυχές του σεναρίου της, αν όμως το κάνεις θα στερήσεις κάθε πιθανότητα από την θεατή να την δει όπως πρέπει, δηλαδή ακολουθώντας τον κεντρικό της πρωταγωνιστή περίπου σαν μανιακός μαζί του. Το «The Brutalist» είναι μια ταινία–πάζλ, όπου ξαφνικά διαπιστώνει ότι το τελευταίο κομμάτι της (και δεν μιλάω για τον σχηματικό και κομμάτι εύκολο επίλογό της, αλλά για την σκηνή που κατά κάποιο τρόπο το δράμα κορυφώνεται) πρέπει να μπει πρώτο και ό,τι έχει προηγηθεί να τοποθετηθεί ανάλογα. Η τελική αποκάλυψη είναι πολύ έντονη, μοιάζει αναγκαστική και κατά κάποιο τρόπο προσδιορίζει την ίδια την ταινία επιτρέποντας μάλιστα πολλές συζητήσεις, αλλά δεν μπορεί να είναι κομμάτι ενός οποιουδήποτε σημειώματος που την ταινία την παρουσιάζει: κάτι τέτοιο θα έκανε στην ταινία κακό. Θα αποφύγω κι εγώ τον πειρασμό. Οπότε συγχωρείστε μου λίγη αμηχανία: είναι σαν να γράφεις για ένα ματς ποδοσφαίρου χωρίς αναφορά στο τελικό αποτέλεσμα.
Μια ανεξάρτητη ταινία
Παρά τις μεγάλες του φιλοδοξίες και παρά το γεγονός ότι προέρχεται από ένα μεγάλο κινηματογραφικό στούντιο, τη Universal, το The Brutalist δεν είναι υπερπαραγωγή. Δεν κόστισε τόσο όσο συνήθως κοστίζουν οι ταινίες της Universal και λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού της, χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί: η πανδημία αρχικά και η απεργία των σεναριογράφων και των ηθοποιών έμπλεξαν την παραγωγή της. Είναι μια ανεξάρτητη ταινία που γυρίστηκε με τις προδιαγραφές που γυρίζονται οι ταινίες ενός μεγάλου στούντιο, έχει ηθοποιούς που συνήθως εργάζονται για τα μεγάλα στούντιο και καταφέρνει να μοιάζει με μια πανάκριβη ταινία, μια από αυτές τις ταινίες των 50 ή 100 εκατομμυρίων δολαρίων, παρόλο που κόστισε μόνο 10 εκατομμύρια. Αυτό δείχνει πως είναι εξαιρετικά φροντισμένη και για αυτό άλλωστε έχει και 10 οσκαρικές υποψηφιότητες.
Τι άλλο είναι όμως; Είναι μια ταινία που μοιάζει να λέει μια αληθινή ιστορία – στιγμές στιγμές νομίζεις πως παρακολουθείς ένα ντοκιμαντέρ. Αλλά η ιστορία της δεν είναι πραγματική. Ο Ούγγρος Εβραίος αρχιτέκτονας πρωταγωνιστής, Λάζλο Τοθ είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας που συνδυάζει χαρακτηριστικά διάσημων αρχιτεκτόνων όπως ο Paul Rudolph, ο Ludwig Mies van der Rohe, ο László Moholy-Nagy και ο Marcel Breuer: όλοι είναι Ευρωπαίοι που δούλεψαν στις ΗΠΑ.
Ο Τοθ δραπετεύοντας από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης φτάνει στη Νέα Υόρκη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα πλοίο φορτωμένο με μετανάστες. Το πρώτο πράγμα που βλέπει, μέσα στο πλήθος, είναι το Άγαλμα της Ελευθερίας ανάποδα. Ο συμβολισμός αυτός είναι κάτι παραπάνω από την μισή ταινία. Ο,τι ακολουθεί είναι η αφήγηση της ζωής του ήρωα στην Αμερική: από τις αρχικές του δυσκολίες, μέχρι την δυνατότητα που έχει να δουλέψει ως αρχιτέκτονας για έναν πλούσιο μεγιστάνα σε ένα φιλόδοξο project, το οποίο θα προσπαθήσει να ολοκληρώσει εν μέσω προβλημάτων – προσωπικών και όχι μόνο. Αυτός είναι ο σεναριακός καμβάς. Αλλά όχι η ταινία.
Η δυσκολία του αρτίστα
Την ταινία σκηνοθέτησε ο Μπρέντι Κορμπέτ, ένας σχετικά νέος σκηνοθέτης στον αμερικανικό κινηματογράφο. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ο Κορμπέτ είχε στο παρελθόν μια όχι και τόσο επιτυχημένη καριέρα ως ηθοποιός, την οποία φαίνεται να έχει εγκαταλείψει προς το παρόν. Η αίσθηση που μου άφησε είναι ότι ο Κορμπέτ χρησιμοποιεί τον ρόλο ενός αρχιτέκτονα για να μιλήσει για την δυσκολία ενός σκηνοθέτη, αλλά κι ενός αρτίστα γενικότερα: μιλά για την δυσκολία της κατανόησης της ευφυίας του αρτίστα, για την εμμονή του ως καύσιμο υλικό, για την αλαζονεία του, την επιτυχία ή την αποτυχία του - κυρίως όμως για την εξάρτησή του από όσους τον χρηματοδοτούν. Όταν αυτή η εξάρτηση γίνεται ανάγκη το δράμα καραδοκεί, λέει ο Κορμπέτ.
Υπέρμετρες φιλοδοξίες
Όπως κάποιοι άλλοι σπουδαίοι σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου μας (από τον Ταραντίνο μέχρι τον Νόλαν και τον Αντερσον) ο Κορπέτ είναι παθιασμένος με το σινεμά και το παρελθόν του: το The Brutalist είναι μια ταινία που θέλει να σε κάνει να πιστεύεις πως έρχεται από τις αμερικανικές δεκαετίες του 1940 και του 1950, πως γυρίστηκε σε ένα από τα στούντιο εκείνης της εποχής: όχι τυχαία είναι γυρισμένο με το παραδοσιακό φιλμ των 70 χιλιοστών και δεν έχει τίποτα το ψηφιακό. Έχει φωτογραφία, χρώματα και, σκόπιμα ένα πολύ vintage στυλ. Εχει ένα εσωτερικό ρυθμό που δεν είναι απαραίτητα γρήγορος, αλλά είναι βασικό να τον ακολουθήσεις για να βυθιστείς στο μικρό του σύμπαν και λόγω της μεγάλης διάρκειάς του (τρεις ώρες και τριάντα πέντε λεπτά) υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως ο χρόνος κυλάει πιο αργά κι αυτό είναι σινεμά πραγματικό. Υπάρχει ακόμα κι ένα υποχρεωτικό και προγραμματισμένο διάλειμμα περίπου 15 λεπτών με πινακίδα και αντίστροφη μέτρηση – σαν ο σκηνοθέτης να θέλει να επιστρέψεις για λίγο στον πραγματικό κόσμο πριν ξαναγυρίσεις στον δικό του για το μεγάλο φινάλε. Αλλά αρκούν όλα αυτά για να κάνουν το The Brutalist αληθινά μεγάλη ταινία; Δυσκολεύομαι να το πω.
Το The Brutalist κουβάλα όλες τις φιλοδοξίες των μεγάλων αμερικανικών παραμυθιών, που είναι ιστορίες ηρώων της ζωής - μέσω των ηρώων αυτών οι ιστορίες αυτές θέλουν να πουν κάτι για την εξέλιξη και τον χαρακτήρα μιας ολόκληρης χώρας. Αλλά η ταινία πραγματεύεται και άλλα θέματα, από το Ολοκαύτωμα μέχρι τις συνέπειες των προσωπικών τραυμάτων στους ανθρώπους, αλλά και την επίδραση της προσωπικής και συλλογικής μνήμης στις ίδιες τις επιλογές τους. Υπάρχει επίσης ένα σαφέστατο δεύτερο επίπεδο στο οποίο η ταινία μιλάει για την σχέση της Αμερικής με την Ευρώπη – η σχέση του μεγιστάνα με τον αρχιτέκτονα είναι αρχικά μια ιστορία γοητείας, αλλά η γοητεία απλά κρύβει την ζήλια. Αλλά όλα αυτά, κι άλλα πολλά, στερούν από την ταινία ένα βασικό κι απαραίτητο focus: στην κρισιμότερη στιγμή της ο ήρωας δεν είναι παρών.
Μια ταινία ηθοποιών
Υπάρχει πάντως κάτι που εκτίμησα πολύ. Η νέα μόδα είναι οι ταινίες που σου επιτρέπουν να φεύγεις από το σινεμά χαρούμενος ακόμα κι αν έχεις δει ένα δράμα: η στόχευση είναι ένα feel good συναίσθημα – ο θεατής πρέπει να φύγει χαμογελαστός ακόμα κι αν έχει δει οικογένειες να διαλύονται, που λέει ο λόγος. Στο The Brutalist συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και για αυτό κέρδισε τον σεβασμό μου: φεύγεις με ένα κόμπο στο στομάχι διαπιστώνοντας πως ακόμα και η αναγνώριση και η επιτυχία μπορεί να έχουν ένα τίμημα περίπου αβάσταχτο.
Η γροθιά που τρως αντέχεται γιατί έχεις δει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής από αυτό τον απίθανο ηθοποιό που λέγεται Άντριεν Μπρόντι. Νιώθοντας ένα είδος συγγένειας για τον ήρωα που υποδύεται (και οι γονείς του ουγγρικής καταγωγής Μπρόντι υπήρξαν μετανάστες στις ΗΠΑ) ο απίστευτος αυτός ηθοποιός κερδίζει κάθε σου χειροκρότημα. Εχει ένα μεγάλο αβαντάζ ο Μπρόντι: μοιάζει αν είναι ένας άνθρωπος που έρχεται από την δεκαετία του ΄40 και του ΄50 και με μια χρονομηχανή βρίσκεται στο σήμερα. Η κοκαλιάρικη εμφάνισή του, οι εκφράσεις του προσώπου του, ακόμα και ο τρόπος που περπατά και κινείται έχουν μια παλιομοδίτικη γοητεία που κάνει την ερμηνεία του αληθινή εμπειρία. Πιστεύω πως χωρίς αυτόν το The Brutalist δεν θα υπήρχε – θα ήταν μια άλλη ταινία. Η θεαματική εμφάνιση του Μπρόντι τραβά προς τα πάνω και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές – τον Γκάρι Πιρς πχ που προσπαθεί με κόπο να πείσει ως Αμερικάνος μεγιστάνας της δεκαετίας του ΄50.
Το The Brutalist παρά το μέγεθός του, τη σκηνοθετική του extravaganza και τις σεναριακές του ακροβασίες είναι μια ταινία σπουδαίων ηθοποιών.