Η πρώτη έκπληξη που με περίμενε πηγαίνοντας στο σινεμά για να δω την νέα ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «The holdovers» ήταν ότι υπήρχε ουρά στο ταμείο – μια μεγάλη ευχάριστη ουρά. Όταν έφτασα να βγάλω εισιτήριο μια κυρία μπροστά μου ρώτησε «αν υπάρχουν θέσεις»: ο ευγενικός ταμίας της απάντησε «ναι, αλλά κυρίως μπροστά». Ομολογώ ότι μετά τον Lock down πίστευα πως τον διάλογο αυτό δεν θα τον ξανακούσω ποτέ – ούτε περίμενα πως θα έβλεπα τέτοιου είδους ουρά και μάλιστα όχι βράδυ, αλλά στις 7 το απόγευμα. Η ταινία του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου στην οποία από την εταιρία διανομής δόθηκε ο τίτλος «Τα παιδιά του χειμώνα» (κομμάτι άσχετος με τον πραγματικό της που όμως έχει δύσκολη μετάφραση) κάνει επιτυχία πηγαίνοντας, όπως λέγαμε παλιά, «από στόμα σε στόμα»: όποιος την βλέπει την προτείνει. Πήρε βέβαια και καλές κριτικές, αλλά το παράξενο της υπόθεσης είναι ότι διαβάζοντάς τες (εγώ τις διαβάζω ακόμα) είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί είναι καλή, τι πραγματεύεται και γιατί μπορεί να αρέσει. Οι κριτικοί μας ξέρουν να γράφουν και να προτείνουν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι δύσκολο να περιγράψεις αισθήματα.
Ούτε δράμα, ούτε κάτι άλλο
Όπως οι πιο πολλές ταινίες του Πέιν η εικόνα, το σενάριο, οι ερμηνείες των ηθοποιών, ακόμα και η μουσική χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα είδος συναισθηματικού αποτυπώματος στην καρδιά του θεατή. Όχι εύκολο – όπως συμβαίνει με τα κατά καιρούς ωραία δράματα – η ταινία άλλωστε δεν είναι δράμα. Θα λεγα ότι στην προκειμένη περίπτωση το αποτύπωμα είναι κάτι σαν τατουάζ: αν η ταινία λειτουργήσει μέσα σου την κουβαλάς και σπάνια ξεθωριάζει. Συνέβη σε όποιον έχει δει το «Πλαγίως» και κυρίως το «Νεμπράσκα» - βεβαίως και στο «Σχετικά με τον Σμιντ», στο οποίο μπορεί κανείς να δει τον πιο απρόβλεπτο Τζάκ Νίκολσον όλων των εποχών. Τότε ο Πέιν ήταν μόλις 39 χρονών και είχε όρεξη για πειραματισμούς. Σήμερα είναι 61. Είχε πέντε χρόνια να κάνει μια ταινία και η τελευταία του, «ο Μικρόκοσμος» ήταν μια αποτυχία. Και πήγε στα σίγουρα. Ζήτησε από ένα σεναριογράφο τηλεοπτικών σειρών, τον Ντέιβιντ Χέμινγκσον, να διασκευάσει το σενάριο μιας γαλλικής ταινίας του Μαρσέλ Πανιόλ που λέγεται «Merlusse» και να μεταφέρει την βασική του ιδέα σε ένα σχολείο της δεκαετίας του ‘70. Σε χώρους δηλαδή που ξέρει.
Η σιγουριά του σκηνοθέτη
Αυτή η σιγουριά του σκηνοθέτη είναι ίσως το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό της ταινίας. Ο Πέιν αφηγείται τα πάντα, με την ακρίβεια ενός παραμυθά που σε κάνει να πιστεύεις ότι η ιστορία είναι απολύτως αυτοβιογραφική – χωρίς φυσικά να είναι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το πιο βασικό είναι η μαστοριά του σκηνοθέτη σε όλα: αν δεν υπήρχε ο Πέιν δεν θα υπήρχε η ταινία – κανείς άλλος δεν θα έδινε αυτές τις εικόνες, δεν θα έπαιρνε αυτές τις ερμηνείες και δεν θα μπορούσε να διηγηθεί κάτι εν τέλει πολύ απλό με την εσωτερική ένταση που εδώ υπάρχει. Όπως συμβαίνει συνήθως στις ταινίες του Πέιν αυτό που υπονοείται είναι συχνά σημαντικότερο από οτιδήποτε συμβαίνει.
Ο τίτλος της ταινίας είναι δύσκολο να μεταφραστεί, έχει όμως μικρή σχέση με «Τα παιδιά του χειμώνα». Το «Τhe holdovers» θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί ως «Μένοντας πίσω» ή ως «Αυτοί που έμειναν» - αλλά ίσως κάνω και λάθος. Εχει σημασία ο τίτλος; Εχει γιατί οριοθετεί την ταινία και σε κάνει να καταλάβεις τι ήθελε να αφηγηθεί ο Πέιν: η πρόθεσή του ήταν να μας διηγηθεί μια ιστορία ανθρώπων που χριστουγεννιάτικα ξέμειναν κι ως εκ τούτου βρέθηκαν να κάνουν παρέα σχεδόν υποχρεωτικά. Υπάρχει ένας καθηγητής, ένας κομμάτι απροσάρμοστος μαθητής και μια χαροκαμένη μάνα που είναι ο καταλύτης που θυμίζει ότι η ζωή είναι μικρή και τίποτα δεν επιστρέφει. Στην πορεία, (με όλους τους υπόλοιπους που εμφανίζονται να είναι κομπάρσοι αλλά και χρήσιμοι σε αυτή την απλή συναισθηματική περιπέτεια), ο μαθητής κι ο δάσκαλος ανακαλύπτουν πως έχουν περισσότερα κοινά από όσα νομίζουν παραμένοντας ωστόσο σε μια παράξενη απόσταση.
Πέρα από το σκόπελο
Ο Πέιν δεν μας υπενθυμίζει την ύπαρξη του καλού καθηγητή του «Κύκλου των χαμένων ποιητών» και γιατί εδώ ποιητές δεν υπάρχουν. Δεν έχει επίσης σκοπό να μας δείξει ένα ακόμα «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ»: τα ωραιότερα κομμάτια της ταινίας είναι εκτός σχολείου. Δεν θέλει επίσης να μας βοηθήσει να κάνουμε νοσταλγικά ταξίδια στα εφηβικά μας χρόνια, να δούμε πράγματα που ίσως κι εμάς μας έχουν τύχει – δεν θέλει γενικά να ταυτιστούμε με τίποτα. Θέλει απλά να μας κάνει να πάρουμε την ταινία μαζί μας φεύγοντας. Θέλει - και το θέλει πολύ - να μας υπενθυμίσει ότι οι άνθρωποι δεν είναι πάντα αυτό που φαίνονται και πως πίσω και από τις πιο προβλέψιμες συμπεριφορές (πίσω κι από τα κλισέ, θα έλεγε κάποιος) κρύβονται εξηγήσεις που τα καθιστούν ξεχωριστά. Η ζωή η ίδια, χωρίς την γνώση της, είναι ένα κλισέ, φαίνεται να λέει.
Όταν περνάς τον σκόπελο της απλοϊκής επεξήγησης και μπορείς να δεις λίγο πιο βαθιά τους ανθρώπους όλα γίνονται πολύ διαφορετικά. Αλλά πρέπει, λέει ο Πέιν, να μπορείς να το κάνεις κι αυτό δεν είναι εύκολο. Κι απαιτεί και τις κατάλληλες συνθήκες – πχ καμιά φορά χρειάζεται αντί να προχωράς συνέχεια μπροστά να μείνεις και πίσω όπως οι ήρωές του.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής Χάναμ είναι καθηγητής ιστορίας, που μάλιστα πιστεύει πως έχει βρει ένα βιβλίο που εξηγεί όλο τον κόσμο. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο δύσκολος μαθητής Τάλι είναι καλός στην ιστορία – ένας από τους λίγους που σώζεται στα σκληρά διαγωνίσματα του καθηγητή για τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το The Holdovers είναι μια ταινία διδακτική, δεν περιορίζεται σε επεξηγήσεις, λέει πως τελικά και η γνώση του άλλου μπορεί να έχει κόστος: αν μένουμε στις μεταξύ μας αποστάσεις η ζωή μας δεν αναστατώνεται, αλλά τι νόημα έχει μια ζωή χωρίς λίγη αναστάτωση; Για τον Πέιν καμία. Αλλοι ενδεχομένως θα διαφωνούσαν κι ο Πέιν με το τέλος που δίνει στην ταινία, τους επιτρέπει να πιστεύουν πως μπορεί να έχουν και δίκιο. Όμως όσοι έχουμε χαρεί με την αναστάτωση φεύγουμε από το σινεμά με το τατουάζ του Πέιν και μια ειλικρινέστατη ανάγκη να μάθουμε τι έκαναν στην συνέχεια ο καθηγητής Χαναμ και ο Τάλι. Κι επειδή δεν θα το μάθουμε ποτέ ο Πέιν μας δίνει την δυνατότητα να δώσουμε την δική μας συνέχεια σε ό,τι είδαμε. Πιθανότατα διαφωνώντας, αλλά δεν έχει σημασία: σημασία έχει η ζωή και τα τερτίπια της.
Αξιοι όλοι τους
Καταπληκτικός ο Πολ Τζαμάτι ως στριμμένος και μοναχικός καθηγητής Πωλ Χάναμ εντυπωσιακός ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόμινικ Σέσα ως πληγωμένο παλιόπαιδο, άξια και υπέροχη η ΝταΒάιν Τζόι Ράντολφ ως συγκολλητικός παράγοντας στη σχέση των δυο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η ταινία μιλά για την δεκαετία του ‘60, που φεύγει φορτωμένη με μακιγιάζ και ψέματα και στην δεκαετία του ‘70 που ξεκινά και που πρέπει να σηκώσει το βάρος όσων προηγήθηκαν πέρα από το να ζήσει τα δικά της. Το σάουντρακ, που είναι η γέφυρα των δυο, είναι από τα μεγάλα ατού της ταινίας συνοδεύοντας την χωρίς να την καπελώνει. Δεν είναι η καλύτερη ταινία του Πέιν (και δεν θα μπορούσε να είναι αφού ο πήχης του είναι πολύ ψηλά), αλλά αν δεν φοβόσαστε να δείτε μια ταινία με την καρδιά σας μην την χάσετε…