Το 2019 ο Τοντ Φίλιπς είχε μια καλή ιδέα διότι οι καλές ιδέες ποτέ δεν του έλειψαν: να προχωρήσει στην απαγωγή του Τζόκερ από το σύμπαν του Μπάτμαν και να ασχοληθεί μαζί του αποκλειστικά αποδίδοντας τιμές στην ύπαρξή του. Ο Τζόκερ, ο χειρότερος των χειρότερων εχθρός του Μπρους Γουέιν, έπρεπε να αποκτήσει πέρα από τη μυθολογία (που του χάρισαν και σπουδαίοι ηθοποιοί που τον ενσάρκωσαν όπως ο Τζακ Νίκολσον και ο Χιθ Λέτζερ) και την ιστορία του, η οποία ελάχιστη σχέση είχε με τα κόμικ στα οποία εμφανίστηκε ήδη την μακρινή δεκαετία του ‘40.
Ο Φίλιπς θέλησε να διηγηθεί την ιστορία ενός Τζόκερ που δεν γνωρίζουμε τοποθετώντας την στην Γκόθαμ Σίτυ που θύμιζε την Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70, αποδίδοντας παράλληλα ένα φόρο τιμής στον Μάρτιν Σκορτσέζε και στο «Βασιλιά για μια νύχτα», ζητώντας από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να συμβάλει ώστε να αποκτήσει η ιστορία μια βαρύτητα – η σπουδαία ερμηνεία του περφεξιονιστή Χοακίμ Φίνιξ ήταν δεδομένη, αλλά δεν αρκούσε. Η ταινία έσκισε. Ο Τζόκερ δεν είναι ο πρώτος κακός που έγινε σούπερ σταρ προερχόμενος από τον κόσμο των κόμικ, αλλά στην περίπτωση του η ιστορία του προκάλεσε υστερία – φυσικά έφερε και έσοδα που λίγοι περίμεναν. Ο Φίνιξ πήρε Οσκαρ, ο Φίλιπς απέδειξε ότι ακόμα και στο 2019 ένα μελό μπορεί να γίνει απίστευτη εισπρακτική επιτυχία. Και καλλιτεχνική. Στην Βενετία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι: δεν θυμάμαι να έχει συμβεί για ταινία από αυτές που αποκαλούνται cine comic.
Aψογη, αλλά…
Δεν μου χε αρέσει το Τζόκερ και πρέπει να ήμουν από τους λίγους. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το μελό, αλλά ο χειρότερος των χειρότερων δεν μπορεί να έχει μια αντιμετώπιση ανάλογη με αυτή του Ολιβερ Τουίστ. Μεγαλώνοντας γίνομαι κι εγώ όλο και λιγότερο ανεκτικός: όταν μιλάμε για τέρατα, κι ο Τζόκερ σε κάθε του εκδοχή τέρας είναι, δεν γίνεται να παίζουμε τον συνήγορο υπεράσπισής τους και μετά να αναρωτιόμαστε γιατί ο κόσμος πάει κατά διαόλου. Και δεν είναι δυνατόν να φταίνε οι άλλοι γιατί κάποιος σκοτώνει πέντε άτομα και την μάνα του – δεν μπορεί να εκβιάζεις την συμπάθεια για ένα τέρας μόνο και μόνο γιατί ο κόσμος μας είναι σκληρός κι άδικος. Βέβαια κατά τα άλλα η ταινία ήταν σχεδόν άψογη. Η σκηνοθεσία υποδειγματική, οι πρωταγωνιστές ένας κι ένας, ο εσωτερικός ρυθμός εξαιρετικός. Ο Τζόκερ ήταν μια ωραία δουλειά βασισμένη σε ένα επικίνδυνο ιδεολόγημα. Κι όπως κάθε τι που έφερε πολλά χρήματα ήταν δεδομένο ότι θα είχε και συνέχεια.
Οι ενοχές και η αυτοκριτική
Από το 2019 μέχρι σήμερα πέρασαν πέντε χρόνια κι αυτό το καταλαβαίνεις βλέποντας την ταινία. Στο μεσοδιάστημα υπήρξε μια επίθεση οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, ταραχές αντιεμβολιαστών στον καιρό της πανδημίας, διάφορες εξεγέρσεις στις ΗΠΑ (κι όχι μόνο) όχι πάντα και απαραίτητα για δίκαια αιτήματα κι ακόμα και πυροβολισμοί στα σινεμά όταν προβλήθηκε το πρώτο Τζόκερ.
Ο Φίλιπς λογικά απέκτησε ενοχές για εκείνη του την πρόταση: κατάλαβε, όπως όλοι όταν μεγαλώνουν, πως όποιος γοητεύει το πλήθος δεν είναι απαραίτητα ήρωας – μια χαρά μπορεί να είναι και διεστραμμένος. Επίσης φαίνεται ότι διαπίστωσε πως το να είσαι πονόψυχος δεν σημαίνει ότι είσαι και λογικός: άλλο είναι η συναισθηματική αντίδραση κι άλλο το πώς χρησιμοποιείς το μυαλό σου. Ο Φίλιπς αποφάσισε να επανορθώσει παίρνοντας κάπως τις αποστάσεις του από τις προ πενταετίας διακηρύξεις: έτσι τώρα αφαιρεί από τον Τζόκερ τα ελαφρυντικά μολονότι κι αυτή τη φορά η τριγύρω του τον κάνουν να υποφέρει – οι κακοί δεσμοφύλακες πχ. Αλλά έχει ένα πρόβλημα ο Φίλιπς: αγαπά πολύ τον ήρωα του. Και είναι λογικό. Διότι ο Τζόκερ αυτός είναι ένα δικό του κατασκεύασμα – άντε και του συνσεναριογράφου του Σκοτ Σίλβερ. Και μόνο.
Όχι ένα τέχνασμα, δυο
Στο δεύτερο μέρος ο Φίλιπς χρησιμοποιείται ένα αφηγηματικό τέχνασμα – συγνώμη δυο. Το ένα είναι ότι εισβάλει στην ταινία η Χάρλεϊ Κουίν, το αμόρε του Τζόκερ – ένα δεύτερο τέρας. Εμφανίζεται κάνοντας στην πρώτη εμφάνισή της την χαρακτηριστική κίνηση ότι πυροβολεί το κεφάλι της: η σκηνή θυμίζει τον «Ταξιτζή» κι ο Φίλιπς κλείνει τον λογαριασμό του με τον Σκορσέζε νωρίς. Η Κουίν είναι πιο τρελή από τον Αρθρουρ Φλέκ κι αυτό είναι χρήσιμο όχι γιατί ωραιοποιεί την εικόνα του κεντρικού ήρωα καθώς κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται (στο πρώτο Τζόκερ αυτός μοιάζει σχεδόν άγιος κι εδώ οι πιο πολλοί συγκρατούμενοί του ως Αγιο του συμπεριφέρονται), αλλά γιατί αποτελεί απόδειξη πως εκεί έξω υπάρχει μια πλειάδα από τέρατα κι αν από αυτά ένα είναι κι ο Τζόκερ δεν είναι το μόνο. Η Κουίν χρειάζεται ώστε να γίνει ζευγάρι με τον Τζόκερ γεγονός που δεν τον καθιστά αθώο, αλλά κομμάτι αλλοπαρμένο: αν στην πρώτη ταινία ο καλός Αρθουρ Φλεκ θα ήταν ένας από μας, αν η κοινωνία δεν ήταν τόσο σκληρή, στην δεύτερη ταινία ο Τζόκερ μπορεί να βρει την ευτυχία του μόνο στον αποκλειστικά δικό του κόσμο - εκεί μάλιστα που υπάρχει ακόμα κι ο έρωτας. Που είναι σαν αυτόν μες τα καδράκια με λαλούδια και πουλάκια – ή μάλλον με τραγουδάκια.
Αυτό είναι το δεύτερο κόλπο του Φίλιπς: ο δεύτερος Τζόκερ δεν είναι μελό γιατί είναι μιούζικαλ – μάλιστα ένα μιούζικαλ που κλείνει το μάτι σε σπουδαία μιούζικαλ όπως αυτά στα οποία χόρευαν και τραγουδούσαν ο Φρεντ Αστέρ και η Τζούντι Γκάρλαντ, τραγούδια των οποίων έχουν διασκευαστεί για την περίσταση. Το τρικ είναι πολύ θαρραλέο και κέρδισε την συμπάθεια μου. Αλλά δεν μπορεί να σώσει την ταινία γιατί δυστυχώς η μουσική και τα τραγούδια γιγαντώνουν αυτό που είναι το πιο μεγάλο της πρόβλημα. Δηλαδή η ματαιοδοξία της.
Ένα φεστιβάλ ματαιοδοξίας
Η ταινία Joker: Folie à Deux είναι ένας διαγωνισμός ματαιοδοξίας και ναρκισσισμού, που σπάνια βλέπεις στο σινεμά και για αυτό ίσως και μόνο αξίζει κανείς να το δει. Ο σκηνοθέτης του είναι ματαιόδοξος γιατί πιστεύει πως μπορεί να υποβάλει το κοινό σε οποιαδήποτε δοκιμασία έχοντας κερδίσει την προσοχή του: μάλιστα επί της ουσίας σου λέει πως όσα σου είχα πει πέντε χρόνια πριν πρέπει να τα διαγράψεις - και το κάνει ανενδοίαστα. Ο σεναριογράφος του είναι νάρκισσος: τοποθετεί στο ρόλο του εισαγγελέα τον Χάρβεϊ Ντεντ, τον περίφημο «Two-Face», έναν από τους αντιπάλους του Μπάτμαν, για να παίξει με τους φανς κλείνοντας αυτάρεσκα το μάτι. Η Τζοάν Αντζελίνα Τζερμανότα, κατά κόσμο Lady Gaga είναι ματαιόδοξη: υπάρχει μόνο για να τραγουδάει, η υποκριτική της μανιέρα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, συμπεριφέρεται σαν η ταινία να μην μπορούσε να γίνει χωρίς αυτή. Και βέβαια σπάει κάθε ρεκόρ ματαιοδοξίας ο Φίνιξ μετατρέποντας την ταινία σε ένα παράξενο one man show όπως την πρώτη φορά – με την διαφορά ότι τότε υπήρχαν και ο Αρθουρ Φλεκ και ο Τζόκερ, ενώ τώρα δεν υπάρχει κανείς πέρα από τον ερμηνευτή τους. Η ταινία αρχίζει με μια ατάκα του: ζητά ένα τσιγάρο. Σε όλη την ταινία καπνίζει τόσο ώστε νόμιζα βγαίνοντας από το σινεμά ότι μύριζαν τα ρούχα μου. Ο Φίλιπς του κάνει τόσα γκρο πλαν, όσα δεν έχουν γίνει ποτέ σε ηθοποιό μετά το 1950. Κι αυτός συμπεριφέρεται σαν να παίζει δέκα ρόλους συγχρόνως: θυμίζει ήρωα του Dead man walking και ήρωα σαπουνόπερας, υποδύεται τον φουκαρά και τον αλαζόνα, τον ερωτευμένο και τον χωρίς αισθήματα, το θύμα και τον φιγουρατζή. Όλα αυτά είναι χτυπημένα σε ένα μπλέντερ. Προκύπτει μετά το χτύπημα ένας καλός ηθοποιός. Που υποδύεται τον εαυτό του.
Τι σκέφτηκα απορώντας
Δεν το ισοπεδώνω. Μου άρεσε πιο πολύ από το πρώτο γιατί ήταν σεναριακά θαρραλέο, πικρό σαν αυτοκριτική και αυθεντικά χαώδες όπως οτιδήποτε ματαιόδοξο. Μου άρεσε επίσης και η χορογραφία μερικών τραγουδιών όπως το «That's entertainment» ή το «For Once in My Life» ή το «Get Happy». Και χάρηκα που οι παραγωγοί δεν επέβαλαν ένα διαφορετικό τέλος. Αλλά αν υποθέσουμε πως το Joker: Folie à Deux είναι η ιστορία ενός κλόουν που δεν μπορεί να κάνει τον κόσμο να γελά και σπέρνει τον όλεθρο, δεν μου ήρθε ποτέ στο μυαλό ο στίχος του Μαγιακόφσκι που λέει ότι «αυτός ο κόσμος δεν έχει τις αντοχές που θα πρεπε για να αντέξει το γέλιο». Μάλλον το «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» σκέφτηκα πολλές στιγμές απορώντας…