Ο Παναθηναϊκός και το ελληνικό ποδόσφαιρο λίγες μέρες μετά τον Μίμη Δομάζο θα αποχαιρετίσουν κι ένα άλλο μεγάλο της ομάδας του Γουέμπλεϊ: τον ευγενέστατο και αληθινό κύριο Τάκη Οικονομόπουλο. Γεννημένο τερματοφύλακα, αλλά σπάνια περίπτωση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Άλλο πχ που να είναι ποδοσφαιριστής και να λατρεύει την ζωγραφική εγώ δεν ήξερα. Ο Οικονομόπουλος δεν ήταν απλά λάτρης της ζωγραφικής και δεν αγόραζε μόνο πίνακες: ήταν και ζωγράφος ο ίδιος κι έκανε και εκθέσεις. Πράγμα που ήταν ένα από τα πολλά που τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Ενας σεμνός άνθρωπος
Ηταν ο Τάκης Οικονομόπουλος ο μεγαλύτερος Ελληνας τερματοφύλακας όλων των εποχών; Δεν το ξέρω γιατί δεν τον έχω δει. Εγώ τον Οικονομόπουλο τον γνώρισα ένα βράδυ στην Κηφισιά σε μια εκδήλωση όταν είχε σταματήσει και να δουλεύει στον ΠΑΟ, στον οποίο θυμίζω ότι έχει υπάρξει, όχι μόνο βασικός τερματοφύλακας, αλλά και προπονητής τερματοφυλάκων από το 1979 μέχρι το 2006: κάθισε μάλιστα και στον πάγκο της ομάδας ως προπονητής της αντικαθιστώντας τον Σέρχιο Μαρκαριάν το 2002. Ηταν ένας ομορφάντρας με μια φυσική αρχοντιά που δεν του άρεσε να περιαυτολογεί. Δεν μου είπε ιστορίες γεμάτες από προσωπικά κατορθώματα: ήξερε ποιος είναι, δεν χρειαζόταν να μιλά για τον εαυτό του – όταν τον ρώτησα αν είναι αλήθεια πως τον είχε ζητήσει η Ρεάλ Μαδρίτης κάποτε είπε απλά ναι και χαμογέλασε. Και είχε μόνο καλά λόγια να πει για τα παιδιά που πέρασαν από τα χέρια του. Για τον σοβαρότατο Βάντσικ, τον δουλευταρά Νικοπολίδη, τον ταλαντούχο Καπίνο για τον οποίο ανησυχούσε. Κι άλλους πολλούς.
Τον φώναζαν «το Πουλί»
Οπως συνέβαινε με όλους εκείνους τους παίκτες που έγραψαν ιστορία την δεκαετία του 60 και του 70 κι ο Οικονομόπουλος είχε μια καριέρα γεμάτη από μυθικά κατορθώματα. Στα 13 του χρόνια δοκιμάστηκε στα «τσικό» του Παναθηναϊκού όπου υπεύθυνος ήταν ο Αντώνης Μηγιάκης: εντυπωσιάστηκε από το μπόι του, αλλά δεν τον κράτησε. Στα 15 του, το 1959, βρέθηκε στην Καλλιθέα στις μικρές κατηγορίες της ΕΠΣ Αθηνών. Αλλά μέσα σε λίγους μήνες έκανε ένα γιγάντιο βήμα μπροστά κι έφτασε στην Α’ Εθνική υπογράφοντας δελτίο στον πανίσχυρο τότε Απόλλωνα. Πως τα κατάφερε; Λένε ότι σε μια κοινή προπόνηση της Καλλιθέας με τον Απόλλωνα ο μικρός Τάκης έπιασε ένα σουτ του Αριστείδη Καμάρα που εντυπωσιάστηκε τόσο από την επέμβαση που τον πρότεινε στον Γιουγκοσλάβο προπονητή Κίριλ Σιμονόφσκι: ο Απόλλωνας έδωσε στην Καλλιθέα το ποσό των 5.000 δραχμών κι ο Οικονομόπουλος ξεκίνησε τη σεζόν 1959-60 στην Ελαφρά Ταξιαρχία ως αναπληρωματικός του εκ των τερματοφυλάκων της Εθνικής Ελλάδας Στάθη Τσανακτσή. Από εκεί βρέθηκε στην Προοδευτική όπου τον ξαναβρήκε ο Μηγιάκης που τον είχε κόψει από τον ΠΑΟ, αλλά ήταν ακριβοδίκαιος και τίμιος άνθρωπος και τον έκανε βασικό κι ας μην ήταν ούτε είκοσι χρονών. Ο Οικονομόπουλος ξεχώριζε, ο Ολυμπιακός τον ήθελε και τα βρήκε με την Προ, αλλά αυτός ήταν Παναθηναϊκό από μικρός κι όταν ο Στέφαν Μπόμπεκ τον ζήτησε έκανε πράξη το παιδικό του όνειρο. Επαιξε για 13 χρόνια στον ΠΑΟ, έφτασε στην Εθνική, έζησε την εμπειρία του Γουέμπλεϊ. Τον φώναζαν «Πουλί» γιατί πετούσε. Κορυφαίο του πέταγμα; Λένε η εμφανισή του με την Εθνική στο Μαρακανά κόντρα στους Βραζιλιάνους, σε ένα 0-0 που πέρασε στην ιστορία ως ένα απο τα μεγαλύτερα ματς της Εθνικής Ελλάδος όλων των εποχών.
Δυο κατορθώματα
Πέρα από τους τίτλος ο Οικονομόπουλος μπορούσε να καμαρώνει για δυο πράγματα αλλά λόγω σεμνότητας δεν το έκανε ποτέ. Το 2021 η IFFHS (η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαιρικής Στατιστικής) τον επέλεξε ως τον κορυφαίο Ελληνα τερματοφύλακα όλων των εποχών. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι τη σεζόν 1964-65 ο Οικονομόπουλος, στη δεύτερη μόλις χρονιά του στον Παναθηναϊκό, κράτησε ανέπαφη την εστία του για 1088 αγωνιστικά λεπτά και ήταν πρωταγωνιστής στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ο Παναθηναϊκός εκείνη τη σεζόν είχε δεχθεί μόλις 19 γκολ, κανένα όμως από τις 17 Ιανουαρίου του 1965 και μέχρι τη λήξη της περιόδου. Το γεγονός αυτό καταγράφτηκε ως πανευρωπαϊκό ρεκόρ – το προηγούμενο ανήκε στον Σκωτσέζο Τσαρς Λο – νούμερο 1 της Σέλτικ. Ο Οικονομόπουλος το έχασε από τον Ουκρανό τερματοφύλακα της Δυναμό Κιέβου Βίκτωρ Μπανίκοφ που το 1968 το βελτίωσε κατά 22 λεπτά. Σήμερα το γεγονός μοιάζει απίστευτο. Αυτό το φοβερό ρεκόρ ήταν ο λόγος που με βάση τα δημοσιεύματα της εποχής τον πλησίασε η Ρεάλ το 1968. Αλλά η δικτατορία δεν επέτρεπε στους παίκτες τότε να φύγουν στο εξωτερικό. Κι αυτοί δεν ήταν καν τυπικά επαγγελματίες.
Πρεσβευτές αξιών
Δεν έχει καμία σημασία αν ο υπέροχος αυτός τερματοφύλακας ήταν ο καλύτερος όλων των εποχών: σημασία έχει πως ήταν ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής για τον οποίο οι οπαδοί του ΠΑΟ καμάρωναν και ήταν υπερήφανοι. Δεν θέλω να πω πως ανήκε στην κατηγορία των παικτών που έπαιζαν για την φανέλα κτλ – μακριά από μένα αυτά τα κλισέ. Δεν χωρά αμφιβολία όμως πως κι αυτός, όπως ακριβώς κι ο Μίμης Δομάζος, ήταν ένας εκπρόσωπος αξιών που σήμερα από τον ΠΑΟ λείπουν. Κι ο Οικονομόπουλος θεωρούσε τιμή του ότι έφτασε να φορέσει την φανέλα του ΠΑΟ, θεωρούσε την ομάδα σπίτι του, συνέδεσε την ζωή του με αυτή – όχι τυχαία υπήρξε και πρόεδρος του Ερασιτέχνη ΠΑΟ σε διοίκηση πρωτοδικείου, σε στιγμές δηλαδή δύσκολες. Υπάρχει κανείς από την τωρινή ομάδα του ΠΑΟ που να σου δημιουργεί την εντύπωση πως θα έχει με τον σύλλογο ένα ανάλογο δέσιμο; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι φυγές αυτών των σπουδαίων ποδοσφαιριστών συγκινούν τόσο πολύ τον κόσμο. Ολοι τους υπήρξαν πρεσβευτές αξιών που σήμερα μοιάζουν να λείπουν. Κι αυτό στεναχωρεί ένα κόσμο του ΠΑΟ πιο πολύ από πρωταθλήματα και τίτλους που χάνονται. Οι αξίες είναι πάντα πιο σημαντικές…