Παρακολούθησα με ενδιαφέρον όλη αυτή τη συζήτηση που ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα για την αλματώδη αύξηση της βίας και την αποδοχή της στην ελληνική κοινωνική ζωή – η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και την επίθεση που δέχτηκε ο Πέτρος Κωνσταντινέας στην Καλαμάτα από οργανωμένους οπαδούς της Μαύρης Θύελλας, που διαφωνούν, καθώς φαίνεται, με τις πολιτικές του ιδέες.
Η ελληνική κοινωνία πάντα συζητούσε περισσότερο για τη βία παρά για το πώς θα την αντιμετωπίσει. Το καινούργιο τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι θλιβερές υποθέσεις βίαιων περιστατικών δεν αποκτούν την ίδια δημοσιότητα: υπάρχουν ανεκτά και λιγότερο ανεκτά περιστατικά βίας. Αυτό και μόνο μαρτυρά πως μαζί με τη βία αυξήθηκαν και η υποκρισία και η αδιαφορία. Ακόμα και η έκφραση αποτροπιασμού, ακριβώς επειδή γίνεται επιλεκτικά, μοιάζει συχνά ψεύτικη. Και είναι κρίμα.
Ιστορίες επιτρεπόμενης βίας
Τα τελευταία χρόνια κόσμος και κοσμάκης είναι έτοιμος να τσακωθεί καταγγέλλοντας διάφορους βίαιους, ή ακόμα χειρότερα μπορεί να τσακωθεί για να τους υπερασπιστεί. Η ελληνική κοινωνία αγαπούσε τη συζήτηση για τη βία πάντα – ειδικά αν μπορούσε να της δώσει μια πολιτική χροιά. Όταν ήρθε ο καιρός των social media απλά έγινε κατανοητό πόσο ο Ελληνας αγαπάει να μιλάει για κρεμάλες, επαναστάσεις, ξεσηκωμούς κτλ. Μόνο που την ίδια στιγμή καταγράφεται και κάτι άλλο εξαιρετικά παράξενο: η απόλυτη αδιαφορία για πράξεις βίας που με τον καιρό σταμάτησαν να προβάλλονται. Είναι σαν να έχουμε ξαφνικά ιστορίες επιτρεπόμενης βίας και ιστορίες ντροπιαστικής βίας – κι αυτό είναι μάλλον χειρότερο για τα όποια αντανακλαστικά μας κι από τα ίδια τα θλιβερά περιστατικά. Διότι οι ιστορίες επιτρεπόμενης βίας μπολιάζουν τον οργανισμό μας με ανοχή και η ανοχή αυτή αργά αλλά σταθερά μετατρέπεται σε δηλητήριο. Δείτε π.χ την ιστορία του άτυχου καντινιέρη στη Θεσσαλονίκη για να με καταλάβετε.
Ενας απλός βιοπαλαιστής
Η δουλειά του καντινιέρη δεν νομίζω ότι θεωρήθηκε ποτέ προνομιακή. Ο καντινιέρης είναι ένας βιοπαλαιστής που τριγυρνάει για να βγάλει ένα μεροκάματο. Δεν είναι έστω μικρομαγαζάτορας για να μπορέσει να χτίσει μια πελατεία – τον χάνεις και τον βρίσκεις. Δεν πάει ο κόσμος σε αυτόν, πάει αυτός στον κόσμο. Εχει συνήθως ν’ αντιμετωπίσει ένα σκληρό ανταγωνισμό, αλλά νοιώθει κοντά του τους άλλους καντινιέρηδες: είναι συνάδερφος πιο πολύ και από ανταγωνιστής – κυρίως γιατί καταλαβαίνει την αγωνία τους.
Ο καντινιέρης ψάχνει μια θέση όπου γίνονται εκδηλώσεις, πανηγύρια, αθλητικά γεγονότα – μπορεί και να πληρώνει κιόλας. Τον χειμώνα κρυώνει κι όταν βρέχει πρέπει να κάνει του κόσμου τα σατανικά κόλπα για να γλυτώσει το εμπόρευμα από την καταστροφή. Το καλοκαίρι λειώνει από τη ζέστη – καίγεται. Ζει με την αγωνία να ξεπουλήσει γρήγορα και πρέπει να λέει και σαχλαμάρες για να διασκεδάζει τους περαστικούς: δεν υπάρχει στη δουλειά του τίποτα το εύκολο και το ξεκούραστο. Ενας τέτοιος καντινιέρης είδε την καντίνα του να αρπάζει φωτιά έξω από το γήπεδο της Τούμπας πριν τον αγώνα κυπέλλου ΠΑΟΚ – Αρης. Η καντίνα του μεροκαματιάρη κάηκε, όταν έπεσαν βόμβες μολότοφ και η αστυνομία απάντησε με κροτίδες κρότου λάμψης. Να με συγχωρέσει ο άνθρωπος που δεν γνωρίζω το όνομά του: δυστυχώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να το μάθει για να μας το πει. Δεν υπάρχει καμία ευαισθησία για ανθρώπους που καταστρέφονται, ενώ προσπαθούν να βγάλουν το μεροκάματο. Οι προβολείς της δημοσιότητας είναι για άλλους.
Κανείς δεν ενδιαφέρεται
Σε μια εβδομάδα που πολλοί έδειξαν τον αποτροπιασμό τους για πράξεις βίας που έγιναν θέματα στα δελτία ειδήσεων, η σιωπή για τον εμπρησμό της καντίνας του ανθρώπου. μαρτυρά το απόλυτο ελληνικό αδιέξοδο στην αντιμετώπιση της βίας. Η ελληνική κοινωνία δεν περιμένει την αντιμετώπισή της βίας. Απλά η βία εργαλειοποιείται για να γίνει αντικείμενο καυγάδων και αντιπαραθέσεων, ενώ κατά τα άλλα γίνεται σιγά σιγά απολύτως αποδεχτή. Η βία στα γήπεδα έχει καταντήσει η πιο συνηθισμένη μορφή οργανωμένης βίας, αλλά δεν νοιάζεται κανένας πια για αυτή.
Φέτος οι ΠΑΕ πέτυχαν να μην ευθύνονται για όσα γίνονται έξω από τα γήπεδα (πράγμα σωστό, αφού καμία από αυτές δεν έχει μηχανισμούς ελέγχου οπαδών…) κι αυτή η έλλειψη ευθύνης είναι δεδομένο ότι θα σταθεί αιτία για να πέσει ακόμα περισσότερο ξύλο! Οι συμπλοκές των μπαχαλάκηδων χουλιγκάνων με την αστυνομία θα γίνουν κανόνας, μόνο που αυτές θα τις πληρώνουν οι καντινιέρηδες, για τους οποίους κανείς δεν ενδιαφέρεται. Η αστυνομία μας είναι αδύνατο να επιβάλει τη δημόσια τάξη – αυτός που πέταξε τη φωτοβολίδα στον κόσμο στη Νέα Σμύρνη ακόμα καταζητείται, υποθέτω μαζί με όποιον έκαψε την καντίνα του ανθρώπου. Οσο βρέθηκε ο πρώτος θα βρεθεί κι ο δεύτερος.
Τα μάτια μας τα κλείνουμε
Η βία στα γήπεδα μοιάζει να είναι μια αγιάτρευτη κοινωνική πληγή γιατί θεωρείται πλέον αποδεκτή – δεν σκανδαλίζει. Στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μια βιτρίνα, που βοηθά τον κόσμο να συνηθίσει την βία, να την αποδεχτεί ως πρακτική, να την θεωρεί μέρος μιας παράξενης κοινωνικής κανονικότητας. Το λιντσάρισμα του Ζακ θα μπορούσε να είναι εικόνα από καυγά χουλιγκάνων: σε αυτή την περίπτωση σχεδόν κανείς δεν θα δυσανασχετούσε με όσα έβλεπε – θα θεωρούσε τη σκηνή κάτι φυσιολογικό. Όσοι επίσης επιτέθηκαν στον Κωνσαντινέα το έκαναν σαν να είχαν απέναντί τους τον οπαδό μιας άλλης ομάδας, τον οποίο επιτρέπεται να χτυπήσουν στα πλαίσια μιας ιδιότυπης κοινωνικής ανοχής, που έχει να κάνει με τους οπαδούς, τα γήπεδα και το ποδόσφαιρο: στο μυαλό του κόσμου οι οπαδοί πλέον πρέπει να δέρνονται. Για τα πρόσφατα επεισόδια έξω από το γήπεδο της Τούμπας γράφτηκαν πολύ λιγότερα από όσα για τις περίφημες γελοίες δηλώσεις του Ρασβάν Λουτσέσκου, που επίσης θα μπορούσαν να προκαλέσουν βία. Όμως σκεφτείτε την υποκρισία μας για να καταλάβετε το αδιέξοδό μας: σκανδαλιζόμαστε από κάτι που βία μπορεί να προκαλέσει, αλλά όχι από την ίδια τη βία που βλέπουμε με τα μάτια μας. Για την ακρίβεια σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση τα μάτια μας τα κλείνουμε: δεν λέμε ούτε καν το όνομα του κακόμοιρου καντινιέρη.
Ολη μου τη συμπάθεια
Χάρη στα στραβά μάτια του Υφυπουργείου Αθλητισμού οι ΠΑΕ πέτυχαν φέτος να χαλαρώσουν κι άλλο οι ποινές που αφορούν βίαια περιστατικά: ήταν δίκαιο, έγινε πράξη, που λέει και μια ψυχή κι αν καεί κανένας από φωτοβολίδες θα φταίνε τα αυθαίρετα. Από την άλλη οι ΠΑΕ δεν μπορεί να πληρώνουν πρόστιμα, ενώ υπάρχει μια κοινωνία, που, επί της ουσίας, για τις βιαιότητες αδιαφορεί, αν δεν μπορεί με αυτές να περνά την ώρα της καυγαδίζοντας στο διαδίκτυο. Το όνομα του καντινιέρη δεν πουλάει – κανένας πρωθυπουργός δεν θα τον καλέσει ποτέ για να του εκφράσει την συμπάθειά του: είναι ένας απλός μεροκαματιάρης – ποτέ του δεν απασχόλησε τηλεπαράθυρα, κανείς δεν θα κλάψει για τη ζημιά που του κάνανε και σίγουρα δεν θα γίνει βουλευτής. Εχει όλη μου την συμπάθεια, ειδικά αν δεν αγοράσει κανένα κοντόκανο για να αρχίσει να πυροβολάει την επόμενη φορά που θα του πετάξουν μολότοφ. Ελπίζω πραγματικά να έχει και τη δική σας…