Η μεγάλη έξοδος του Ντανιελ Κρεγκ

Η μεγάλη έξοδος του Ντανιελ Κρεγκ


Τα σινεμά ξαναγεμίζουν για χάρη του Τζέιμς Μποντ κι αυτό είναι το πιο παρήγορο. Η πανδημία χτύπησε τις αίθουσες πιο πολύ από ό,τι τον κινηματογράφο – θέλω να πω ότι η τέχνη της αφήγησης διάφορων ωραίων ιστοριών (αυτό είναι κατά βάση ο κινηματογράφος) θα βρίσκει πάντα λόγους και τρόπους ύπαρξης, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο για την αίθουσα. Μόνο στην Αθήνα έχουν κλείσει τα δυο τελευταία χρόνια πάνω από τριάντα αίθουσες. Και εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και γιατί δεν γυρίζονται εδώ και χρόνια τόσο καλοδουλεμένα διασκεδαστικές ταινίες όσο το No Time to Die που δεν είναι απλά μια «ωραία ταινία Μποντ», αλλά ίσως είναι «η ωραιότερη ταινία Μποντ». Ελπίζω πραγματικά μέχρι την επόμενη, αλλά θα ναι δύσκολο γιατί ο πήχης μπήκε πολύ ψηλά.    

Τυποποιήσεις και αδιέξοδα

Αν η έξοδος από τη σκηνή σημαδεύει και την ερμηνεία του αρτίστα η έξοδος του Ντάνιελ Κρεγκ είναι μεγαλειώδης – ασύγκριτα καλύτερη από αυτή όλων των άλλων που αναμετρήθηκαν με το ρόλο.

Με τον Μποντ υπήρχαν ανέκαθεν δυο προβλήματα. Το πρώτο είναι η τυποποίηση του ηθοποιού που αναλαμβάνει το ρόλο. Ο χαρακτήρας χτίζεται σε κάθε περίπτωση από την πρώτη ταινία και η όποια εξέλιξή του είναι σχεδόν πάντα ασήμαντη – ίσως να μην τη θέλει και το κοινό. Ο Μποντ είναι σαν τον τραγουδιστή που κάνει σουξέ στον πρώτο δίσκο – παγκόσμιο σουξέ. Οι παραγωγοί του στη συνέχεια προσπαθούν αυτό το σουξέ να το κοπιάρουν και η συνέπεια της απόφασης είναι ότι ο Μποντ μοιάζει συνεχώς με τον Μποντ – ό,τι παρακολουθείς μοιάζει ασταμάτητη επανάληψη. Το κακό δεν είναι ότι ο πρώτος είναι πάντα καλύτερος – μόνο και μόνο γιατί είναι αυθεντικός: το μεγαλύτερο αδιέξοδο το προκαλεί η ίδια η φθορά που μοιραία κάθε κοπιάρισμα δημιουργεί.

https://www.thewrap.com/wp-content/uploads/2021/09/bond.jpg

Οι παραγωγοί για να ντριπλάρουν τη φθορά, δηλαδή τον ίδιο το χρόνο που αφήνει τα σημάδια του, σκέφτηκαν κάτι απλό: να αλλάξουν τον ηθοποιό. Ετσι πήγαμε από τον Σον Κόνερι στον Ρότζερ Μουρ μετά στον Τίμοθι Ντάλντον και μετά στον Πιρς Μπρόσναν μέχρι που φτάσαμε στον Ντανιελ Κρεγκ – ο Μποντ του Τζορτζ Λάζενμπι σε όλο αυτό το γαϊτανάκι ήταν και θα παραμείνει μια μυστήρια εξαίρεση. Όμως και οι αλλαγές των ηθοποιών δεν σώζουν πάντα τον ήρωα από τη φθορά, διότι ο ίδιος ο ηθοποιός είναι που φθείρεται – πρώτα από όλα μεγαλώνει και δεν μπορεί πια να είναι ο γεμάτος φρεσκάδα υπερκατάσκοπος που γνωρίσαμε. Ετσι τα χειρότερα Μποντ είναι πάντα τα τελευταία των ερμηνευτών τους. Στο Never Say Never Again (του 1983) ο Σον Κόνερι είναι ένα κουρασμένο γεροντοπαλίκαρο: παρά το σπουδαίο καστ (στο οποίο ξεχωρίζουν ο Κλάους Μαρία Μπεραντάουερ ως κακός, και η κουκλάρα Κιμ Μπάσινγκερ που όσο ατάλαντη κι αν είναι δεν σε αφήνει να πάρεις τα μάτια από πάνω της) η ταινία είναι μια φτηνοπαραγωγή που οι φανατικοί της σειράς δεν την αναγνωρίζουν καν – για αυτούς ο Κόνερι ως Μποντ τελείωσε το 1971 στα επίσης ωστόσο ανέμπνευστο «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», που ήταν τόσο μέτριο, ώστε ο Κόνερι είπε αντίο στο ρόλο.

Και τα φινάλε όμως του Ρότζερ Μουρ και του Μπρόσναν δεν ήταν καλύτερα. Στο ««A View To a Kill», το 1985 ο Μουρ είναι σαν Αγγλος τουρίστας στη Ρόδο που κυκλοφορεί με μισό κιλό λακ στα μαλλιά για να φαίνεται νέος – επαναλαμβάνει ατάκες που έχει πει και μοιάζει να υποδύεται όχι τον Μποντ, αλλά τον εαυτό του. Οσο για το κλείσιμο του Μπρόσναν, στο «Die another day» δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την αυθαιρεσία: πάλι καλά που δεν σηκώθηκε ο Ιαν Φλέμινγκ από τον τάφο. Η ταινία είναι μια φρικτή αμερικανιά με την οποία μπορείς να γελάς εξαιτίας της τσαπατσουλιάς της: όπως είχε γραφτεί και τότε ήταν τόσο χάλι ο Μποντ που μόνο η Χάλι Μπέρι θα μπορούσε να ήταν το κορίτσι της ταινίας.

Το δεύτερο πρόβλημα του Μποντ ήταν ότι έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει σε μια εποχή στην οποία η ύπαρξή του έπαψε να είναι απαραίτητη. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι υπερκατάσκοποι έπαψαν να είναι στο περίφημο «πεδίο»: τώρα τις δουλειές τις κάνουν οι χάκερς, οι αναλυτές, οι τύποι που περνάνε απαρατήρητοι κι όχι ανθυποπλοίαρχοι με κουστούμια και γκάτζετ. Αν ζούσε ο Ιαν Φλέμινγκ θα ζήλευε τον Λε Καρέ του οποίου οι ήρωες θα υπάρχουν πάντα χωρίς να μεταμορφώνονται.

Και μετά ευτυχώς ήρθε ο Κρεγκ. Κι όλα τα προβλήματα τα άφησε στην άκρη.

Ηρωας, πρωταγωνιστής και άνδρας

Δεν είχα ξετρελαθεί με το Casino Royal to 2006, παρόλο που οι φανατικοί του Μποντ είχαν δει ένα αέρα ανανέωσης: εμένα μου φαινόταν ένα «Μποντ με ενοχές» - μια ταινία που έπρεπε να γίνει, αλλά όλοι είχαν ερωτηματικά για την ανάγκη της ύπαρξής της. Δυο χρόνια αργότερα το Quantum of Solace το ξέχασα μισή ώρα αφότου βγήκα από το σινεμά. Αλλά μετά ήρθε το Skyfall και κατάλαβα γιατί το παίδευαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι να το φτιάξουν. Και το εφετινό μεγαλειώδες κλείσιμο είναι λόγο για να συγχωρήσει κανείς τους πάντες για την μικρή απογοήτευση που μας προκάλεσαν στο Spectre: ακόμα κι ο Μποντ για να κάνει ένα άλμα πρέπει να κάνει δυο βήματα πίσω.

https://www.nme.com/wp-content/uploads/2020/04/lea-seydoux.jpg

Ο εφετινός Μποντ είναι ένα μάθημα κυρίως. Εξηγεί κάτι που συχνά οι δημιουργοί τέτοιων action ταινιών ξεχνάνε: λέει πως μερικές φορές είναι πολύ προτιμότερο από το να ψάχνεις τον κατάλληλο ηθοποιό να εξελίσσεις τον χαρακτήρα, χωρίς μάλιστα να του αφαιρείς το είδος των υπερβολών που τον κάνουν αγαπητό, ανθεκτικό και σούπερ ήρωα. Σε αυτή τη μεταβολή ο Κρεγκ υπήρξε καθοριστικός γιατί φανερά (αντίθετα από όλους τους προηγούμενους ερμηνευτές του ρόλου) θέλησε η εξέλιξη να συνδυαστεί με ένα μεγάλο φινάλε: δεν έβαλε τη δική του ανάγκη να σφραγίσει τον ήρωα, πάνω από τον ίδιο τον ήρωα, αλλά απλά πρόσθεσε στοιχεία χωρίς αφαιρέσεις. Πρόσφερε στο ρόλο όσα ο Κόνερι όταν τον πρωτοπαρουσίασε, μόνο που αυτός το έκανε κλείνοντας τη δική του εμφάνιση. Μας έδωσε στο τέλος, όχι ένα ήρωα πολλά υποσχόμενο, αλλά ένα ήρωα πλήρη, ολοκληρωμένο, εξαιρετικό – και ως πρωταγωνιστή και ως υπερήρωα και ως άνδρα. Κι αυτό το τελευταίο πρέπει να είναι και το δυσκολότερο.

Θα μπορούσε και να μην γυριστεί άλλη

Ο Κρεγκ εμπλέκεται και στην παραγωγή και το γιατί το καταλαβαίνεις: θέλει να έχει ένα σοβαρό έλεγχο του αποτελέσματος. Ο μόλις 44χρονών Κάρι Γιόζι Φουκουνάγκα στη σκηνοθεσία ξέρει το είδος, αλλά έχει και ωραίες ιδέες: ο ενθουσιασμός του αποδείχτηκε χρήσιμος – είναι κολακευμένος γιατί πήρε τη δουλειά. Οι δεύτεροι ρόλοι ήταν καλούτσικοι – στα Μποντ σπανίως παίζουν ρόλο. Τα Bond Girls αυτή τη φορά δεν ήταν δυο κούκλες στα σκαλοπάτια: η εποχή της γυναικείας υπεροχής δεν επιτρέπει σεξιστικές φτήνιες – χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως ο Μποντ παραιτείται από το ρόλο του αρσενικού, ίσα ίσα. Οι κακοί είναι οι συνηθισμένοι κακοί των τελευταίων ταινιών: ψυχάκηδες χωρίς ιδεολογικά κίνητρα – και ο Κρίστοφερ Βάλτς και ο Ράμι Μάλεκ διεκπεραιώνουν εύκολους ρόλους με άνεση.

Οι αναφορές σε προηγούμενα Μποντ γίνονται με σεβασμό στην επική σειρά που μετρά πλέον 25 ταινίες. Αλλά ετούτη η τελευταία αφήνει μια ωραία αίσθηση ολοκλήρωσης: θα μπορούσε και να μην γυριστεί άλλος Μποντ – είναι κομμάτι δύσκολο να βρεθεί καλύτερος…