Ο τελευταίος μπον βιβέρ

Ο τελευταίος μπον βιβέρ


Ο Ζάχος Χατζηφωτιού ανήκε στην σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που κατάφεραν εν ζωή να χαρούν την μοναδικότητα τους: υπολογίζω πως για περίπου εικοσιπέντε χρόνια ο Χατζηφωτιού παρακολουθούσε από τον πύργο του την σταδιακή εξαφάνιση του είδους του έχοντας επίγνωση πως θα πρεπε να τον προστατεύουμε ως τον τελευταίο Ελληνα της γενιάς των πραγματικών ανδρών. Το ξέρω ότι δεν ζούσε σε πύργο, αλλά σε ένα τέτοιο τον φανταζόμουνα πάντα. Με τη Ρωσίδα γκουβερνάντα του, που φώναζε χαϊδευτικά «Γκόρμπι», με φίλους που για να τον δουν έπρεπε να σεβαστούν ένα τελετουργικό,  με άγνωστους που θα έφταναν στο σπίτι ζητώντας να τους αναγνωρίσει ως παιδιά του. Και με ιστορίες, χιλιάδες ιστορίες για μια Αθήνα που έπαψε να υπάρχει, για γυναίκες που ήταν υπεύθυνες για τις ρυτίδες του, για φίλους του που, αν και πιο διάσημοι από τον ίδιο, παραδόξως δεν είχαν την δική του αναγνωσιμότητα.  

Πραγματικά το κατέκτησε

Ο Χατζηφωτιού δεν ήταν ο πρώτος που έκανε επάγγελμα και τρόπο ζωής την περσόνα του, ανήκε όμως σε μια γενιά που δεν μπορούσε κάτι τέτοιο να το σκηνοθετήσει, πράγμα που εύκολα έκαναν οι μεταγενέστεροι. Το να γίνει ο Ζάχος Χατζηφωτιού, κάποιος που το ονοματεπώνυμό του ήταν συνώνυμο της επιτυχίας του, πραγματικά το κατέκτησε: δεν εφηύρε τον εαυτό του, δεν χρειάστηκε να δουλέψει πάνω στην δημόσια εικόνα του, δεν προσπάθησε ποτέ να μας πείσει ότι ήταν κάτι άλλο από αυτό που βλέπαμε. Το δικαίωμα να είναι ο Ζάχος Χατζηφωτιού το απέκτησε ως έφεδρος στο Τομπρούκ, αλλά και ως εκδότης στο Παρίσι, ως ατίθασος πιτσιρικάς μαθητής του Πειραματικού και ως εφοπλιστής, ως «ραλίστας» και ως μπον βιβέρ, ως κοσμικογράφος και ως αντιδήμαρχος Αθήνας, ως μέγας στυλίστας και ως τηλεπερσόνα, ως Αθηναίος και ως κοσμοπολίτης. Οχι ο Χατζηφωτίου δεν ανακάλυψε τον Χατζηφωτιού, δεν επένδυσε σε αυτόν, δεν τον έχτισε σιγά σιγά κι ας ραβόταν πάντα στον ίδιο ράφτη κι ας είχε σήμα κατατεθέν τα υπέροχα μαύρα γυαλιά του κι ας έφτασε να γίνει έμπνευση μέχρι και για κομίστα της Pixar και του Χόλυγουντ: ο Χατζηφωτιού έγινε ο Χατζηφωτιού γιατί ακριβώς επειδή ήταν ένα σύνολο από παραδοξότητες με μια ζωή γεμάτη από επεισόδια καταπληκτικά, παρέμεινε αυθεντικός και ακοπιάριστος – ένας και μόνος. Η περσόνα του δεν ήταν η ταυτότητα του, αλλά η άμυνα του: ό,τι τον προστάτευσε επιτρέποντάς του παραμείνει σπάνιος.

https://i1.prth.gr/images/w880/files/2020-05-12/xatzifwtiou__4_.jpg

Από το Τόμπρουκ στον Ιακχο

Κανείς δεν μπορεί να διηγηθεί ιστορίες για τον Χατζηφωτίου καλύτερα από τον Χατζηφωτιού. Ο δάσκαλος του έλεγε, αφού πρώτα του έριξε ένα χαστούκι για λόγους που γνώριζαν μόνο οι δυο τους, προφήτευσε ότι θα γίνει σπουδαίος όχι γιατί ήταν καλός μαθητής, αλλά γιατί ήταν απερίγραπτα αυθάδης, και πραγματικός καπετάν φασαρίας! Στο Τομπρούκ δεν πήγε για να γίνει ήρωας υπηρετώντας στον αγγλικό στρατό, αλλά γιατί δεν άντεχε το γεγονός ότι οι Γερμανοί κατακτητές απαιτούσαν γενική συσκότιση της Αθήνας στις 11 το βράδυ, την ώρα δηλαδή που αυτός είχε συνηθίσει να βγαίνει. Την Τζένη Καρέζη, έλεγε, δεν την φλέρταρε: αυτή ξετρελάθηκε μαζί του κι έπαιρνε τα αεροπλάνα και έτρεχε στο Παρίσι - «της άρεσα από την πρώτη στιγμή – όταν είσαι της δουλειάς το καταλαβαίνεις» έχει πει. Όταν μαζί της γύρισε στην Ελλάδα δεν τον πείραζε καθόλου που τον έλεγαν «σύζυγο της Τζένης» ή «κύριο Καρέζη» - του άρεσε να διηγείται μια ιστορία που ένας μετρ της Μαρινέλας, όταν τον ευχαρίστησε γιατί του βρήκε τραπέζι του απάντησε «μα σας ξέρω είκοσι χρόνια κύριε Καρέζη».

Διηγούταν πως έτρεξε με γυναίκα συνοδηγό στο ράλι του Μόντεκάρλο το 1961 και πως όταν κάποτε στο Ακρόπολις χτύπησε με το αμάξι ένα πρόβατο, ο βοσκός, όταν του είπε πως είναι οδηγός του ράλι, του απάντησε «θέλω τα λεφτά κι ας είσαι και οδηγός του Παπάγου» – μπέρδεψε ο άνθρωπος το ράλι (Ακρόπολις) με το Ράλλη τον τότε υπουργό. Ο Χατζηφωτίου έλεγε απολαυστικά πράγματα πηγαία, χωρίς να έχει προβάρει ατάκες στον καθρέφτη, όπως νομίζεις ότι κάνουν τόσοι και τόσοι. «Είναι τρομερό ότι βγάζω το ψωμί μου γράφοντας σε μια χώρα που κανείς δεν διαβάζει» έχει πει. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί φορά πάντα τα ίδια γυαλιά απάντησε «πως είναι πάντα προτιμότερο γελοίους προβληματισμούς για σένα να έχουν πάντα οι άλλοι». Κι όταν πριν πέντε χρόνια σε μια εκπομπή του ευχήθηκαν να τα εκατοστίσει, απάντησε πως «όταν είσαι 95 χρονών, αυτό δεν είναι ευχή, αλλά κατάρα»!

Η Καρέζη, η Ιρένε, η Κατερίνα…

Ο Χατζηφωτίου είχε γυναίκες που οι συνομήλικοι του μόνο ονειρεύτηκαν, αλλά μιλούσε για αυτές με συστολή, όπως όλοι οι μεγάλοι εραστές. Ελεγε ότι η Καρέζη ζήλεψε γιατί η γυναίκα με την οποία ήταν παντρεμένος όταν τον γνώρισε ήταν η Ιρένε η πριγκίπισσα της Ρουμανίας, «μια πρώην αρραβωνιαστικιά του Ερολ Φλιν!». Όταν τον ρωτούσαν πόσους γάμους έκανε απαντούσε «τέσσερις κι ένα που έκανε μικρός και δεν μετράει»: ήταν αλήθεια, πρωτοπαντρεύτηκε μια γαλλίδα δεκαεννιά χρονών. Ορκιζόταν ότι δεν παντρεύτηκε την Μιμή Ντενίση γιατί δεν ήθελε να τον χωρίσει μετά από τρία - τέσσερα χρόνια – όπως όλες. Δεν απέδωσε ποτέ σε γυναίκα τους χωρισμούς του κι έλεγε πως «ο σωστός έρωτας γεννιέται χάρη στην αδιαφορία του αρσενικού και τελειώνει χάρη στην αδιαφορία του θηλυκού».

Υποστήριζε ότι έκανε στον Ταχυδρόμο την ιστορική στήλη «Ιακχος», την πρώτη που είχε ως θέμα την κοσμική Αθήνα, «γιατί δεν μπορούσε να γίνει πάρτι χωρίς αυτόν στην Αθήνα». Δημοσιογράφος έγινε αφού προηγουμένως έφαγε την πατρική του περιουσία, απέτυχε ως εκδότης και καταστράφηκε ως εφοπλιστή.

https://www.kathimerini.gr/wp-content/uploads/2022/10/doc-20220930-41089292-768x480.jpg

Ισχυριζόταν ότι η Ελένη Βλάχου, που τον αποκαλούσε «Ρυτίδα», του είχε πει πως έχει επιτυχία στις γυναίκες μόνο και μόνο γιατί όλες νομίζουν ότι αν μπλέξουν μαζί του θα λύσουν ένα σταυρόλεξο – καμάρωνε για αυτό. Θεωρούσε ότι όποια γυναίκα στάθηκε δίπλα του είχε προσωπικότητα, τόσο μεγάλη ώστε να μπορεί να υπερασπίζεται την επιλογή του μιλώντας με τις φίλες της. Στο θρυλικό «πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτιού», που ο Κώστας Καραμανλής του είχε ζητήσει να κάνει στην ΥΕΝΕΔ, μιλούσε για όλα, αλλά ποτέ για γυναίκες. Από σεβασμό κυρίως σε όσες τον ανέχθηκαν. Η διασημότερη ήταν η Καρέζη, η ωραιότερη η Κατερίνα Παπαδημητρίου. Το παιδί του, μια κόρη, την έκανε με την Δανάη Σωσίδη στο δεύτερο γάμο του. Χώρισαν κάνοντας ένα πάρτι όπου ανήγγειλαν τον χωρισμό τους σε εκατό καλεσμένους.   

Σκεφτόταν φωναχτά πολλά

Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν δεξιός και το έδειχνε σε εποχές που πολλοί το απέφευγαν: δεν ήθελε επ’ ουδενί να αρέσει σε όλους. Εγραφε στην «Εστία» μέχρι τα 95 του! Τα τελευταία χρόνια σκεφτόταν φωναχτά: έλεγε πολλά που σκανδάλιζαν, όπως ότι το Κολωνάκι έχει κατακτηθεί από επαρχιώτες κι από όσους μεγάλωσαν στο Μπουρνάζι μαθαίνοντας να το μισούν, ότι η νυχτερινή ζωή της Αθήνας είναι τόσο φτηνή ώστε τα μαγαζιά θα πρεπε να κλείνουν στις 7 το βράδυ, ότι «τα ριάλιτι είναι πορνεία και μάλιστα ούτε καν πολυτελείας», ότι το πώς να γδύνεσαι για περιοδικό μοιάζει να έχει γίνει μάθημα στα σχολεία. Μια φορά μια δημοσιογράφος του έκανε τη σύσταση να μην μιλάει άσχημα για τους ξένους γιατί θα τον πουν ρατσιστή. «Και που ξέρεις ότι δεν είμαι;» τη ρώτησε θεατρικά.

Ισχυριζόταν ότι το μυστικό της μακροζωίας του ήταν ότι του έκανε μια ώρα μασάζ κάθε μέρα τα τελευταία 50 χρόνια και ότι «ο βηματοδότης δεν ήταν ελλαττωματικός». Σήμερα ίσως ήταν φαλλοκράτης, σεξιστής, αρρωστημένα κτητικός, αυτάρεσκος «γύπας», εκπρόσωπος της ελληνικής πατριαρχίας – τα προηγούμενα 99 χρόνια ήταν απλά ο Ζάχος Χατζηφωτιού.

Μια από τις τελευταίες πράξεις του ήταν ότι επιμελήθηκε τον τάφο του. Είχε οικογενειακό τάφο, διάλεξε το μνήμα που ήταν θαμμένος ο παππούς του. Παρήγγειλε για αυτόν μια μπρούτζινη προτομή του και μια επιγραφή που έγραφε «Εζησα όπως ήθελα, χαίρεται». Στην κηδεία του θα έπρεπε να τραγουδήσουμε όλοι μαζί το Μy Way. H κάποιο από τα τραγούδια που έγραψε μικρός για τον Ζαμπέτα. Μικρός είπα; Λάθος. Ηταν πάντα μεγάλος ο Ζάχος Χατζηφωτίου.