Πάντα έλεγα ότι ειδικά στην Ελλάδα αν θες να καταλάβεις πως πάνε σε μια ομάδα τα πράγματα υπάρχει ένας πολύ απλός τρόπος: κοιτάζεις πως και πόσο περιμένουν τα παιγνίδια της όσοι την παρακολουθούν.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλούς «αιώνια πιστούς» - παρά τα παραμύθια που μας αρέσει να λέμε μεταξύ μας. Υπάρχουν αρκετοί που είναι λίγο πανηγυρτζήδες, δηλαδή αντιμετωπίζουν το γήπεδο κομμάτι ως μόδα, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου έχει μια λογική «δούναι και λαβείν». Σε γεμίζει μια ομάδα; Της συμπαραστέκεσαι. Δεν σε γεμίζει; Παίρνεις αυτόματα αποστάσεις. Δεν την παρατάς, ούτε παύεις να ασχολείσαι, αλλά δεν μετράς τις ώρες για να τη δεις. Καμιά φορά την αντιμετωπίζεις και λιγάκι σαν την πέτρα του Σίσυφου: ξέρεις ότι θα την κουβαλάς κι ας μην την χαίρεσαι. Όταν, όμως, τη χαίρεσαι, την αισθάνεσαι τρομερά δική σου – σαν να την έχεις φτιάξει εσύ ένα πράγμα. Ολο αυτό είναι λίγο στα όρια της υπερβολής, αλλά δεν είναι κι άσχημο. Οι ομάδες θα προτιμούσαν να είχαν ένα κοινό ορκισμένο, έτοιμο να τις υποστηρίξει ακόμα κι αν δεν βλέπει τίποτα: τις καταλαβαίνω. Όμως από την άλλη πιστεύω πως αν κατά καιρούς στην Ελλάδα είδαμε μερικές ωραίες ομάδες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι παράγοντες κατανοούν πως ο κόσμος δεν είναι τόσο τυφλωμένος από αγάπη ώστε να χειροκροτά τη μετριότητα, αλλά έχει μάθει να αναγνωρίζει την προσπάθεια για κάτι καλό. Αυτή κατά κάποιο τρόπο τον ντοπάρει: μεγαλώνει την αγάπη του και την καθιστά απολαυστική. Είναι η ιστορία του εφετινού μπασκετικού Ολυμπιακού αυτό τον πρώτο μήνα της νέας σεζόν. Ο κόσμος νοιώθει σαν η ομάδα να επέστρεψε στο μυαλό του: από την καρδιά του ποτέ δεν έλειψε.
Τρια αλλά διαφορετικά παιγνίδια
Το δείγμα γραφής για την ώρα είναι φυσικά μικρό. Τρια παιγνίδια δεν είναι ποτέ αρκετά για να βγουν αξιωματικά συμπεράσματα. Πλην όμως τα συγκεκριμένα παιγνίδια είναι υπεραρκετά για να φανεί ποιο είναι το σχέδιο, ποια είναι τα θέλω και ποια είναι τα πρέπει μιας ομάδας που πολλοί την περίμεναν με μεγάλη περιέργεια γιατί κουβαλούσε ένα σωρό ερωτηματικά. Θα μπορούσε πρώτα από όλα ο απογοητευτικός και απογοητευμένος πέρυσι Γιώργος Μπαρτζώκας να βρει ενθουσιασμό και ιδέες για να φτιάξει κάτι καινούργιο; Θα μπορούσε ο Ολυμπιακός, συνολικά ως οργανισμός, να διαχειριστεί την μετά το Σπανούλη εποχή ή θα πνιγόταν στη νοσταλγία; Θα μπορούσαν παίκτες που πέρυσι έδωσαν αντικειμενικά λίγα (και εξαιτίας προβλημάτων τραυματισμών…) να επιστρέψουν και να προσφέρουν; Και κυρίως θα μπορούσε ο Ολυμπιακός επιτέλους και μετά από χρόνια να δημιουργήσει την αίσθηση μιας κάποιας ανταγωνιστικότητας, χάρη όχι μόνο στην ποιότητα του, αλλά και σε μια κάποια πληρότητα;
Όλα αυτά ήταν ερωτηματικά που ένα μόλις μήνα πριν δεν είχαν απαντήσεις με τη λογική. Υπήρχαν οι συνηθισμένοι τρελοί που ορκίζονταν πως φέτος θα πάνε όλα ωραία – αλλά αυτοί υπάρχουν πάντα. Οι άλλοι, οι πολλοί, απλά περίμεναν. Και δικαίως σήμερα τρίβουν τα μάτια τους.
Η οργάνωση είναι πάντα το μυστικό
Ένα μόνο πράγμα σε όλα τα σπορ φέρνει την πραγματική πρόοδο: το οργανωμένο παιγνίδι. Σε όλα τα ομαδικά σπορ η οργάνωση του παιγνιδιού δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαχείριση των αγώνων, αλλά αφορά κυρίως τις ίδιες τις αρχές πάνω στις οποίες μια ομάδα θα βασιστεί. Τι είναι οι περίφημες αρχές; Μια σειρά από αγωνιστικές προτεραιότητες που λειτουργούν ως μπούσουλας για τη δημιουργία μιας ομάδας. Καμία καλή ομάδα δεν δημιουργήθηκε ποτέ από συναθροίσεις παικτών, αν αυτοί δεν έχουν αποκτηθεί για να υπηρετήσουν ένα δεδομένο σχέδιο: δεν μιλάω για το μπάσκετ – μιλάω γενικά. Η μισή δουλειά γίνεται πάντα το καλοκαίρι όταν και αποφασίζεις με ποιους θα πορευτείς και κυρίως πως θέλεις να παίξεις. Αν δεν υπάρχουν σαφείς αποφάσεις, ώστε να υποστηριχθεί ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο, δεν γίνεται τίποτα της προκοπής ποτέ. Προκύπτουν στην καλύτερη των περιπτώσεων ομάδες καλών μονάδων – ικανές ένα βράδυ να σε τρελάνουν (γιατί στα χαρισματικά τους παιδιά πιάνουν όλα) κι ένα άλλο βράδυ να σε ρίξουν στην κατάθλιψη (γιατί ότι βλέπεις είναι ασύνδετο, κακοσχεδιασμένο, ημιτελές).
Ο Μπαρτζώκας πήρε το καλοκαίρι τον πιο γενναίο δρόμο που μπορεί να πάρει ένας προπονητής: αυτόν της αυτοκριτικής. Το ότι θα έψαχνε ένα σκόρερ για να αντικαταστήσει τον Σπανούλη ήταν δεδομένο: το ρίσκο να περιμένει τον Ντόρσεϊ μέχρι τα τέλη Αυγούστου ήταν τεράστιο, αλλά μοιάζει να άξιζε τον κόπο. Αλλά ο κόουτς πήρε και τον Φαλ, μολονότι δήλωνε πως τέτοιοι ψηλοί πλέον δεν είναι απαραίτητοι. Και κυρίως τζόγαρε ποντάροντας σε παίκτες που είχαν τελειώσει την προηγούμενη σεζόν αφήνοντας αμφιβολίες εξαιτίας της αστάθειάς τους: ο Χασάν Μάρτιν, ο ΜακΚίσιγκ, ο Ζαν Σαρλ θα μπορούσαν σήμερα να είναι προβλήματα, δηλαδή να αναρωτιόμαστε γιατί έμειναν αφού ένα ολόκληρο χρόνο δεν κατάφεραν να έχουν μια στοιχειώδη σταθερή απόδοση. Δυο ακόμα κινήσεις μαρτυρούν ότι ο κόουτς είχε μια ξεκάθαρη ιδέα στο μυαλό του: η ανανέωση του συμβολαίου του Βεζένκοφ (που αντιμετωπίζεται πλέον και μισθολογικά ως ένας από τους ηγέτες της ομάδας) κι ο διπλασιασμός της συμμετοχής του χρόνου του Λαρεντζάκη στον οποίο πέρυσι ο κόουτς έκανε γυμνάσια ουκ ολίγα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με λίγη περισσότερη σκληρότητα στην άμυνα, έφεραν τον Ολυμπιακό που βλέπουμε. Που συντρίβει την Μπασκόνια ήδη από το πρώτο ημίχρονο, που «δέρνει» τη Ρεάλ Μαδρίτης στο ΣΕΦ και που παίζει σκληρά και στα ίσια την φιναλίστ του τελικού πέρυσι Μπαρτσελόνα ζορίζοντάς την αφόρητα σε αυτό που νόμιζε ότι είναι καλύτερη. Ο γκρινιάρης, εγωπαθής και υστερικός Γιασκεβίτσιους είδε την ομάδα του να κολλάει στους 68 πόντους, παρόλο που άλλαζε ένα παίκτη το λεπτό: ούτε κατάλαβε πως γλύτωσε.
Σουτέρ ή ψηλό;
Δεν έχω καμία μαγική σφαίρα για να δω τι θα γίνει στη συνέχεια. Μοιάζει απίθανο όλο αυτό να καταλήξει μια απλή αναλαμπή και να ξαναδούμε τα περσινά σκαμπανεβάσματα – αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Όμως το πιο ωραίο για τον Ολυμπιακό είναι ότι αμέσως δημιουργήθηκαν νέα υπέροχα ερωτηματικά. Μήπως ο Ολυμπιακός είναι τόσο καλός γιατί παίζει «στα κόκκινα» σε μια διοργάνωση που όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι θέλουν να φορμαριστούν πολύ αργότερα; Μήπως απλά οι τρεις παίκτες που προστέθηκαν τον κάνουν λίγο άγνωστο στα μάτια των άλλων κι είναι αυτό που κατά βάση εκμεταλλεύεται; Μήπως παρόλα αυτά χρειάζεται να τον αποκτήσει αυτό τον έκτο ξένο που μπορεί να πάρει και το καλό του ξεκίνημα φρενάρει την αναζήτηση του; Γιατί τα θεωρώ υπέροχα αυτά τα ερωτηματικά; Γιατί θα εξακολουθήσουν να κρατάνε τον Μπαρτζώκα σε εγρήγορση: όσο αυτός δεν εφησυχάζει ο Ολυμπιακός δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Φυσικά το πιο μεγάλο ερωτηματικό που κυκλοφορεί είναι τι είδους παίκτης πρέπει να είναι αυτός που μπορεί να προσθέσει. Κάποιοι λένε ότι πρέπει να είναι ένας ακόμα ψηλός, γιατί στη Βαρκελώνη φάνηκε πως με τον Μάρτιν απέναντι σε θηρία όπως ο Ντέιβις και ο Μίροτις η ομάδα μπορεί να υποφέρει. Κάποιοι άλλοι λένε ότι πρέπει να είναι ένας ακόμα σκόρερ ικανός να ανεβάσει τα ποσοστά στο τρίποντα, γιατί ο Ολυμπιακός για αυτό ζει. Τα ακούω όλα. Αλλά η γνώμη μου είναι πως για την ώρα το θέμα δεν είναι ποιος θα ρθει: είναι αυτοί που υπάρχουν. Αν τους γκαζώσει ο κόσμος του Ολυμπιακού με την αγάπη του, όπως αυτοί τον γκάζωσαν με τη συνέπειά του αυτό το μήνα, μπορεί να μην χρειάζεται και κανένας. Όταν ο Ολυμπιακός είναι καλός κι αγαπησιάρικος δεν κάνει ένα βήμα μπροστά κάθε παίκτης του: κάνει και δυο και τρία κι όσα χρειάζονται για βραδιές γεμάτες θαύματα…