Καθώς πάμε για την τελική ευθεία του πρωταθλήματος είναι αληθινά δύσκολο να κάνεις ένα προγνωστικό για το ποιος θα είναι ο τελικός νικητής. Κατά πάσα πιθανότητα, όπως ακριβώς και πέρυσι, όλα θα κριθούν στα play off, δηλαδή στο ποιος θα έχει ενέργεια και θα τρέχει στο τέλος, όσο και όπως πέρυσι ο ΠΑΟΚ, που κέρδισε τέσσερα ντέρμπι στη σειρά και μαζί και το πρωτάθλημα. Ωστόσο, αν και είναι δύσκολο να προβλέψεις ποιος θα βγει πρωταθλητής, είναι εύκολο να καταλάβεις τι θα πληρώσει όποιος χάσει το πρωτάθλημα: οι τέσσερις διεκδικητές έχουν κυρίως πρόβλημα παιγνιδιού. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρόβλημα τους είναι ολότελα διαφορετικό ενώ είναι στη βάση του το ίδιο: είναι κομμάτι άρρωστοι, αλλά όχι από την ίδια πάθηση.
Είμαστε πλέον στον Φεβρουάριο, μεταγραφές έγιναν, δεν υπάρχει τίποτα που κανείς να περιμένει και οι ομάδες είναι αυτές που είναι. Στους μήνες που προηγήθηκαν είδαμε αρκετές αρετές αλλά και πολλές αδυναμίες. Ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟ και ο ΠΑΟΚ είναι ομάδες με κάμποσους καλούς κι αγαπησιάρικους παίκτες – κι αυτό είναι στα υπέρ τους. Αλλά πρόκειται για ομάδες με προβλήματα παιγνιδιού.
Ένταση και πιτσιρικάδες
Για τον Ολυμπιακό ακούγεται ολοένα και πιο πολύ ότι είναι ομάδα που το χαρακτηριστικό του παιγνιδιού της είναι η ένταση. Ισχύει, αλλά η ένταση από μόνη της δεν είναι λύση στα αγωνιστικά προβλήματα. Ο Ολυμπιακός έχει ένα προπονητή που είναι ένας καλός προπαρασκευαστής αγώνων, αλλά το επιθετικό του παιγνίδι είναι τρομερά προβλέψιμο και υπερβολικά εξαρτημένο από τον ΕλΚαμπί τον οποίο όλοι ψάχνουν. Τα διαρκή γεμίσματα στην αντίπαλη περιοχή, η τεράστια αδυναμία στην εκμετάλλευση των στημένων φάσεων (από τα 12 κόρνερ που ο Ολυμπιακός κέρδισε με τον Αστέρα δεν προέκυψε η παραμικρή ευκαιρία) και κυρίως η αδυναμία της ομάδας να βρει γκολ από μέσους και πλάγιους παίκτες καθιστούν τον Ολυμπιακό επιθετικά προβλέψιμο: κάθε αντίπαλος που τον αντιμετωπίζει ξέρει την δυσκολία του κι αν κλειστεί θα τον δει να σεντράρει (κυρίως). Λείπουν τα overlap, οι συνεργασίες στα κοντινά διαστήματα είναι κάτι άγνωστο, η μπάλα περνά υπερβολικά από τον Ζέλσον και το παιγνίδι το έχουν ομορφήνει οι δυο μικροί. Ο Μουζακίτης και ο Κωστούλας μπορούν πολλά, κι ο Μεντιλίμπαρ θα είναι πάντα αξιέπαινος για τις ευκαιρίες που τους έδωσε, αλλά το να σηκώσουν την ομάδα στην πλάτη τους στο πρώτο τους πρωτάθλημα ως βασικοί είναι δύσκολο.
Είναι ζήτημα παικτών; Πάντα θα υπάρχουν καλύτεροι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ο Ολυμπιακός και πέρυσι με τον Μεντιλίμπαρ (και τους Φορτούνη, Ποντένσε, Ορτα, Γιόβετις, κτλ παρόντες) έκανε στο πρωτάθλημα τα ίδια ακριβώς ματς. Ζορίστηκε απερίγραπτα με τον Αστέρα στο Καραϊσκάκη, κέρδιζε εξαιρετικά δύσκολα εκτός έδρας ομάδες όπως ο Παναιτωλικός, δεν έβρισκε γκολ στα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό, τον Αρη κι όλοι μιλούσαν για γκίνια κτλ. Κι έπαιζε με λίγους σχετικά παίκτες, πράγμα παράξενο για ομάδα που ποντάρει στην ένταση: ένταση και κούραση δεν πάνε μαζί.
Βαθμοθηρία και στρες
Και του Παναθηναϊκού το πρόβλημα είναι σαφώς κυρίως επιθετικό από το ξεκίνημα της σεζόν, όποιος κι αν είναι ο προπονητής του. Ο βασικός λόγος είναι ότι η ομάδα του είναι καινούργια: υπάρχουν – ειδικά στην επίθεση – πολλοί παίκτες που καλά καλά ακόμα δεν ξέρουν ο ένας το παιγνίδι του άλλου. Ο Ρουί Βιτόρια πίστεψε από την αρχή πως θα λύσει αυτό το πρόβλημα βρίσκοντας μια βασική ενδεκάδα και κάνοντας μια κάθετη διάκριση ανάμεσα σε αναπληρωματικούς και βασικούς. Ετσι ο ΠΑΟ έφτασε να έχει ένα σωρό παίκτες που απλά συμπληρώνουν τις αποστολές και παίζουν βασικοί μόνο αν προκύψει έκτακτη ανάγκη.
Για τον Πορτογάλο προπονητή και την ομάδα το πράγμα θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχε μια τρομερή πίεση που δημιουργείται από τα 14 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Ο ΠΑΟ παίζει μόνο για να κερδίζει: κανείς παίκτης του δεν μοιάζει να χαίρεται το παιγνίδι. Πιο πολύ και από μια κάποια προσπάθεια να παίξει η ομάδα καλό ποδόσφαιρο αναζητούνται σωτήρες. Κάπως έτσι ο Μπακασέτας γίνεται πρόβλημα και καταντάει αναπληρωματικός του Ουναί γιατί αυτός πέτυχε το γκολ της νίκης με τον ΠΑΟΚ. Και κάπως έτσι ο Τζούρισιτς στο Καραϊσκάκη δεν δίνει την μπάλα στον Σφιντέρσκι επιχειρώντας να σκοράρει από μια απίθανη θέση στην μοναδική ευκαιρία που δημιούργησε ο ΠΑΟ κι ο Βαγιαννίδης την Κυριακή μένει στο γήπεδο με θλάση επιτρέποντας στον Σαβέριο να πετύχει το 1-0: θα μείνει δυο εβδομάδες έξω (τουλάχιστον) πληρώνοντας τον ηρωισμό αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι ο ΠΑΟ έχει ολοένα και περισσότερους που προσπαθούν να γίνουν ήρωες. Ενώ το ποδόσφαιρο απαιτεί συνεργασίες, κέφι, χαρά να παίζεις με τον συμπαίκτη και για τον συμπαίκτη: αυτό είναι η βάση κάθε επιθετικού παιγνιδιού.
Ο ΠΑΟ είναι σαν να έχει τα τέσσερα τελευταία χρόνια τον ίδιο προπονητή και να κάνει το ίδιο πρωτάθλημα. Ξεκινά καλά, ζει κι αναπνέει για τους βαθμούς, κι όταν οι σολίστες του κουράζονται ή στρεσάρονται χάνει έδαφος. Δεν είναι εκτός πρωταθλήματος κι έχει σχετικά εύκολο πρόγραμμα. Αλλά με ανάλογα βαθμοθηρική προσέγγιση τα τελευταία χρόνια δεν τα κατάφερε όποιος κι αν ήταν στο τιμόνι του.
Πέρυσι σκόραρε πολύ, φέτος όχι
Ο ΠΑΟΚ είχε πέρυσι ένα εξαιρετικό επιθετικό παιγνίδι, και χάρη σε αυτό κέρδισε το πρωτάθλημα. Αλλά το έχασε γιατί αντί για αυτό να καμαρώνει άρχισε να ψάχνει φορ που θα βάλει γκολ. Κάπως έτσι ο Σαμάτα χάθηκε από το κάδρο, ήρθαν ο Τσάλοφ και ο Τισουντάλι και ο Λουτσέσκου έπρεπε να φτιάξει τον μηχανισμό από την αρχή. Ο ΠΑΟΚ από ομάδα που όλοι οι περιφερειακοί της έπαιρναν τελικές προσπάθειες έγινε ομάδα που έπρεπε να αξιοποιήσει τον φορ περιοχής της. Όταν θυμάται τα παλιά – και βρίσκει και κάποιον αντίπαλο που του δίνει χώρους – μπορεί ακόμα να βάλει πέντε γκολ: δεν του λείπει η επιθετική διάθεση (όπως συμβαίνει με τον ΠΑΟ), ούτε προσπαθεί απλά να πάει την μπάλα στην αντίπαλη περιοχή όπως ο Ολυμπιακός. Αλλά του έλειψε πολύ η περσινή βεβαιότητα ότι η επίθεσή του μπορεί να καλύψει τα λάθη της άμυνάς του και απόκτησε αρκετή ανασφάλεια. Τώρα επιχειρεί ένα restart μεσούσης της περιόδου. Δύσκολα πράγματα αλλά στην Ελλάδα είμαστε.
Ηρέμισε αλλά άργησε
Ανασφάλειες είχε και ο Ματίας Αλμέιδα, αλλά άλλου τύπου. Ο Αργεντίνος βρέθηκε στην ανάγκη να διαχειριστεί ένα τεράστιο ρόστερ χωρίς μάλιστα ευρωπαϊκά ματς. Για μήνες πρόταξε ως βασική ανάγκη το να έχει όλους τους παίκτες ευχαριστημένους. Η ΑΕΚ είναι το αντίθετο του ΠΑΟ: την ενδεκάδα των βασικών του Παναθηναϊκού την ξέραμε καλά καλά πριν αρχίσει το πρωτάθλημα – οι όποιες απορίες αφορούν πάντα ελάχιστες θέσεις. Η ενδεκάδα της ΑΕΚ για πολύ καιρό άλλαζε διαρκώς, καθώς ο Αλμέιδα προσπαθούσε να μοιράζει χρόνο σε όλους. Εν μέρει τα κατάφερε, το τίμημα ήταν ωστόσο ότι η ομάδα του έχασε πολλά που την έκαναν να ξεχωρίζει. Το πρέσινγκ πχ είναι λιγότερο από ποτέ, παίκτες που έδιναν πολλά χάρη στην ένταση του παιγνιδιού τους έπαιξαν φέτος λιγότερο (ο Πινέδα είναι το πιο καλό παράδειγμα), η άμυνα χάρη στις πολλές αλλαγές έκανε πιο πολλά λάθη από όσα τα προηγούμενα χρόνια. Είδαμε στην διάρκεια της χρονιάς τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ομάδες της ΑΕΚ. Όχι τυχαία η Ενωση άρχισε να παίζει καλύτερα μόλις απέκτησε πολλούς βασικούς: όχι έντεκα, αλλά σίγουρα οκτώ τουλάχιστον. Που είναι μια καλή βάση.
Διαφορετικές νοοτροπίες
Οι ομάδες παίζουν άσχημα και γιατί δεν υπάρχει πίεση απο τον κόσμο για καλό ποδόσφαιρο: οι οπαδοί μάλλον κατανοούν την δυσκολία των προπονητών κι αυτό είναι καλό. Αλλά αν δενε είναι στόχος το παραγωγικό παιγνίδι, αυτό δεν έρχεται μόνο του. Ο Μεντιλίμπαρ δεν έχει κάνει πρωταθλητισμό κι αυτό φαίνεται. Μοιάζει να μην καταλαβαίνει ότι μια ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό χρειάζεται κάποιο σολίστα που να μπορεί να πάρει ένα ματς με τρεις ενέργειες – καλό είναι το τρέξιμο, αλλά χρειάζεται και λίγη ποιότητα. Ο Βάσκος σε αυτό δεν μοιάζει να συμφωνεί και αυτό φάνηκε και στις μεταγραφικές του υποδείξεις. Επίσης η επιμονή του στο μικρό ρόστερ μπορεί να πληρωθεί ακριβά. Ο Βιτόρια πίστεψε πως κάθε νίκη, ακόμα και χωρίς ποδόσφαιρο της προκοπής, εξασφαλίζει ηρεμία: μας κατάλαβε γρήγορα, αλλά ακόμα και στο ελληνικό πρωτάθλημα οι νίκες στο γκολ κάποια στιγμή σταματάνε. Ο Λουτσέσκου δεν υπερασπίστηκε ότι έφτιαξε με κόπο. Τουλάχιστον ο Αλμέιδα, παρά το εύθραυστο του χαρακτήρα του και την δυσκολία του να ξεπεράσει συναισθηματικές και άλλες αγκυλώσεις, έχει ως βασικό ζητούμενο το να παίζει η ομάδα του καλά: το «καλά» δεν είναι συνώνυμο του «κερδίζω» αλλά του προσπαθώ να προσφέρω στον θεατή κάτι όμορφο. Αυτή η μικρή του διαφορά από προπονητές που αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο μόνο ως μια σειρά από μάχες, ίσως μετρήσει στο τέλος καταλυτικά. Είτε υπέρ του, είτε εναντίον του.